ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΤΡΕΠ ... (47 elements)el (47) : ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΟ · ΑΝΤΙΣΤΡΕΠΤΟΣ · ΑΠΟΤΡΕΠΤΟΣ · ΕΠΙΣΤΡΕΠΤΟΣ · ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ · ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ · ΕΥΤΡΕΠΙΣΜΟΣ · ΝΤΡΕΠΕΤΑΙ · ΣΤΡΕΠΤΟΚΟΚΚΟΣ · ΣΤΡΕΠΤΟΜΥΚΙΝΗ | |
ΑΓΡΕΠΑΥΛΗ · ΕΥΠΡΕΠΙΖΟΜΑΙ · ΕΥΠΡΕΠΙΖΩ · ΕΥΤΡΕΠΙΣΜΟΣ · ΚΑΘΩΣΠΡΕΠΙΣΜΟΣ · ΚΑΘΩΣΠΡΕΠΙΣΜΟΥ · ΚΡΕΠΙ · ΛΑΘΡΕΠΙΒΑΤΗΣ · ΠΑΡΕΠΙΔΗΜΩ · ΡΕΠΛΙΚΑ ΑΞΙΟΛΑΤΡΕΥΤΑ · ΑΞΙΟΛΑΤΡΕΥΤΟ · ΑΞΙΟΛΑΤΡΕΥΤΟΣ · ΕΙΔΟΛΟΛΑΤΡΕΙΑ · ΗΡΩΟΛΑΤΡΕΙΑ · ΛΑΤΡΕΙΑ · ΛΑΤΡΕΙΑΣ · ΛΩΤΡΕΑΜΟΝ · ΛΩΤΡΕΚ · ΦΥΣΙΟΛΑΤΡΕΙΑ | |
ΑΜΕΤΑΤΡΕΠΤΟΣ · ΑΝΑΜΕΤΑΤΡΕΠΩ · ΑΝΑΤΡΕΠΟΜΑΙ · ΑΝΑΤΡΕΠΟΜΕΝΟ · ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟΣ ΑΝΕΠΙΤΡΕΠΤΟΣ · ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ · ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ · ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΟ · ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΟΣ ΕΚΤΡΕΠΟΜΑΙ · ΕΚΤΡΕΠΩ · ΠΑΡΕΚΤΡΕΠΟΜΑΙ · ΠΑΡΕΚΤΡΕΠΩΝ ΝΤΡΕΠΕΤΑΙ · ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ ΑΝΑΠΟΤΡΕΠΤΑ · ΑΠΟΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΑΠΟΤΡΕΠΤΟΣ · ΑΠΟΤΡΕΠΩ · ΠΡΟΤΡΕΠΩ ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΟ · ΑΝΤΙΣΤΡΕΠΤΗ · ΑΝΤΙΣΤΡΕΠΤΟΣ · ΕΠΙΣΤΡΕΠΤΟΣ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ · ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ · ΝΤΡΕΠΕΤΑΙ ΕΥΤΡΕΠΙΣΜΟΣ ΑΝΑΤΡΕΠΟΜΑΙ · ΑΝΑΤΡΕΠΟΜΕΝΟ · ΕΚΤΡΕΠΟΜΑΙ · ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΑ · ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΟ ΑΜΕΤΑΤΡΕΠΤΟ · ΑΜΕΤΑΤΡΕΠΤΟΣ · ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΟ · ΑΝΤΙΣΤΡΕΠΤΟΣ · ΑΠΟΤΡΕΠΤΟΣ ΑΝΑΜΕΤΑΤΡΕΠΩ · ΑΝΑΤΡΕΠΩ · ΑΠΟΤΡΕΠΩ · ΕΚΤΡΕΠΩ · ΕΠΙΤΡΕΠΩ ΕΥΤΡΕΠΙΣΜΟΣ |