ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΙΤΡΕΠ ... (11 elements)el (11) : ΑΝΕΠΙΤΡΕΠΤΟΣ · ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ · ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ · ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΟ · ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΟΣ · ΕΠΙΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΕΠΙΤΡΕΠΤΟ · ΕΠΙΤΡΕΠΤΟΣ · ΕΠΙΤΡΕΠΤΩΣ · ΕΠΙΤΡΕΠΩ | |
ΑΝΕΠΙΤΡΕΠΤΟΣ · ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ · ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ · ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΟ · ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΟΣ · ΕΠΙΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΕΠΙΤΡΕΠΤΟ · ΕΠΙΤΡΕΠΤΟΣ · ΕΠΙΤΡΕΠΤΩΣ · ΕΠΙΤΡΕΠΩ ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΟ · ΑΝΤΙΣΤΡΕΠΤΟΣ · ΑΠΟΤΡΕΠΤΟΣ · ΕΠΙΣΤΡΕΠΤΟΣ · ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ · ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ · ΕΥΤΡΕΠΙΣΜΟΣ · ΝΤΡΕΠΕΤΑΙ · ΣΤΡΕΠΤΟΚΟΚΚΟΣ · ΣΤΡΕΠΤΟΜΥΚΙΝΗ | |
ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ · ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΑ · ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΟ · ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΟΣ ΑΝΕΠΙΤΡΕΠΤΟΣ · ΕΠΙΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΕΠΙΤΡΕΠΤΟ · ΕΠΙΤΡΕΠΤΟΣ · ΕΠΙΤΡΕΠΤΩΣ ΕΠΙΤΡΕΠΩ ΑΝΕΠΙΤΡΕΠΤΟΣ · ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ · ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΑ · ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΟ · ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΟΣ |