ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese

... ΣΤΡ ... (794 elements)

ΑΕΡΟΣΤΡΩΜΑ · ΑΕΡΟΣΤΡΩΜΝO · ΑΕΡΟΣΤΡΩΜΝΟ · ΑΧΥΡΟΣΤΡΩΜΑ · ΠΡΟΣΤΡΕΧΩ · ΠΡΟΣΤΡΙΒΕΣ · ΠΡΟΣΤΡΙΒΗ · ΠΡΟΣΤΡΙΒΩ · ΣΚΥΡΟΣΤΡΩΜΑ · ΣΚΥΡΟΣΤΡΩΝΩ

... ΤΡΕ ... (303 elements)

ΑΞΙΟΛΑΤΡΕΥΤΑ · ΑΞΙΟΛΑΤΡΕΥΤΟ · ΑΞΙΟΛΑΤΡΕΥΤΟΣ · ΕΙΔΟΛΟΛΑΤΡΕΙΑ · ΗΡΩΟΛΑΤΡΕΙΑ · ΛΑΤΡΕΙΑ · ΛΑΤΡΕΙΑΣ · ΛΩΤΡΕΑΜΟΝ · ΛΩΤΡΕΚ · ΦΥΣΙΟΛΑΤΡΕΙΑ

... ΑΣΤΡΕ ... (22 elements)

ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΟ · ΑΝΑΣΤΡΕΦΩ · ΑΝΑΣΤΡΕΨΙΜΟΣ · ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΟΛΟΓΙΑ

... ΕΣΤΡΕ ... (3 elements)

ΕΣΤΡΕΜΑΔΟΥΡΑ · ΜΕΝΕΣΤΡΕΛΟΙ · ΜΕΝΕΣΤΡΕΛΟΣ

... ΙΣΤΡΕ ... (14 elements)

ΑΝΤΙΣΤΡΕΠΤΗ · ΑΝΤΙΣΤΡΕΠΤΟΣ · ΑΝΤΙΣΤΡΕΦΩ · ΑΝΤΙΣΤΡΕΨΙΜΟΣ · ΕΠΙΣΤΡΕΠΤΟΣ

... ΟΣΤΡΕ ... (8 elements)

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΣΤΡΕΦΗΣ · ΑΠΟΣΤΡΕΦΟΜΑΙ · ΑΠΟΣΤΡΕΦΟΜΕΝΟΣ · ΑΠΟΣΤΡΕΦΩ · ΕΝΔΟΣΤΡΕΦΗΣ

... ΣΤΡΕΒ ... (8 elements)

ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΜΕΝΟΣ · ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΝΩ · ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΣΗ · ΣΤΡΕΒΛΑ · ΣΤΡΕΒΛΟΣ

... ΣΤΡΕΙ ... (4 elements)

ΣΤΡΕΙΔΙ · ΣΤΡΕΙΔΙΟΥ · ΣΤΡΕΙΔΟΣΟΥΠΑ · ΣΤΡΕΙΤ

... ΣΤΡΕΛ ... (2 elements)

ΜΕΝΕΣΤΡΕΛΟΙ · ΜΕΝΕΣΤΡΕΛΟΣ

... ΣΤΡΕΜ ... (6 elements)

ΔΙΑΣΤΡΕΜΜΑ · ΕΣΤΡΕΜΑΔΟΥΡΑ · ΣΤΡΕΜΓΚΡΕΝ · ΣΤΡΕΜΜΑ · ΣΤΡΕΜΠΕΝΙΩΤΗΣ

... ΣΤΡΕΝ ... (1 element)

ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΟΛΟΓΙΑ

... ΣΤΡΕΟ ... (1 element)

ΟΣΤΡΕΟΤΡΟΦΕΙΟ

... ΣΤΡΕΠ ... (10 elements)

ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΟ · ΑΝΤΙΣΤΡΕΠΤΗ · ΑΝΤΙΣΤΡΕΠΤΟΣ · ΕΠΙΣΤΡΕΠΤΟΣ

... ΣΤΡΕΣ ... (2 elements)

ΣΤΡΕΣ · ΣΤΡΕΣΝΕΡ

... ΣΤΡΕΥ ... (2 elements)

ΞΕΠΑΣΤΡΕΥΩ · ΠΑΣΤΡΕΥΩ

... ΣΤΡΕΦ ... (35 elements)

ΕΞΩΣΤΡΕΦΕΙΑ · ΕΞΩΣΤΡΕΦΗΣ · ΕΣΩΣΤΡΕΦΗΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΤΑΙ · ΠΕΡΙΣΤΡΕΦΕΤΑΙ

... ΣΤΡΕΨ ... (5 elements)

ΑΝΑΣΤΡΕΨΙΜΟΣ · ΑΝΤΙΣΤΡΕΨΙΜΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΙΜΟΣ · ΣΤΡΕΨΙΜΟ · ΣΤΡΕΨΟΔΙΚΩ

... ΥΣΤΡΕ ... (6 elements)

ΣΥΣΤΡΕΜΜΑ · ΣΥΣΤΡΕΦΕΙ · ΣΥΣΤΡΕΦΟΜΑΙ · ΣΥΣΤΡΕΦΟΜΕΝΟΣ · ΣΥΣΤΡΕΦΩ

... ΩΣΤΡΕ ... (3 elements)

ΕΞΩΣΤΡΕΦΕΙΑ · ΕΞΩΣΤΡΕΦΗΣ · ΕΣΩΣΤΡΕΦΗΣ