ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese

... ΑΣΤΡ ... (204 elements)

ΑΛΑΒΑΣΤΡΙΝΟΣ · ΑΣΤΡΙ · ΑΣΤΡΙΛΝΤ · ΑΣΤΡΙΝΙΔΗΣ · ΓΑΣΤΡΙΜΑΡΓΙΚΟΣ · ΓΥΜΝΑΣΤΡΙΑ · ΕΓΓΑΣΤΡΙΜΥΘΙΑ · ΕΓΓΑΣΤΡΙΜΥΘΟ · ΕΓΓΑΣΤΡΙΜΥΘΟΣ · ΚΑΣΤΡΙΝΟΣ

... ΣΤΡΕ ... (79 elements)

ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΟ · ΑΝΤΙΣΤΡΕΠΤΗ · ΑΝΤΙΣΤΡΕΠΤΟΣ · ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΟΛΟΓΙΑ · ΕΠΙΣΤΡΕΠΤΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΤΑΤΟΣ · ΣΤΡΕΠΤΟΚΟΚΚΟΣ · ΣΤΡΕΠΤΟΜΥΚΙΝΗ

... ΑΣΤΡΕΒ ... (3 elements)

ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΜΕΝΟΣ · ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΝΩ · ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΣΗ

... ΑΣΤΡΕΝ ... (1 element)

ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΟΛΟΓΙΑ

... ΑΣΤΡΕΠ ... (4 elements)

ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΟ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΤΑΤΟΣ

... ΑΣΤΡΕΥ ... (2 elements)

ΞΕΠΑΣΤΡΕΥΩ · ΠΑΣΤΡΕΥΩ

... ΑΣΤΡΕΦ ... (9 elements)

ΑΝΑΣΤΡΕΦΩ · ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΜΕΝΟΣ · ΔΙΑΣΤΡΕΦΩ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΤΑΙ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΜΑΙ

... ΑΣΤΡΕΨ ... (2 elements)

ΑΝΑΣΤΡΕΨΙΜΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΙΜΟΣ

... ΓΑΣΤΡΕ ... (1 element)

ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΟΛΟΓΙΑ

... ΙΑΣΤΡΕ ... (5 elements)

ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΜΕΝΟΣ · ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΝΩ · ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΣΗ · ΔΙΑΣΤΡΕΜΜΑ · ΔΙΑΣΤΡΕΦΩ

... ΝΑΣΤΡΕ ... (5 elements)

ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΟ · ΑΝΑΣΤΡΕΦΩ · ΑΝΑΣΤΡΕΨΙΜΟΣ · ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΕΦΟΜΑΙ

... ΠΑΣΤΡΕ ... (2 elements)

ΞΕΠΑΣΤΡΕΥΩ · ΠΑΣΤΡΕΥΩ

... ΤΑΣΤΡΕ ... (9 elements)

ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΜΕΝΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΤΑΤΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΤΑΙ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΜΑΙ