ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese

... ΣΤΡΕ ... (79 elements)

ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΟ · ΑΝΤΙΣΤΡΕΠΤΗ · ΑΝΤΙΣΤΡΕΠΤΟΣ · ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΟΛΟΓΙΑ · ΕΠΙΣΤΡΕΠΤΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΤΑΤΟΣ · ΣΤΡΕΠΤΟΚΟΚΚΟΣ · ΣΤΡΕΠΤΟΜΥΚΙΝΗ

... ΤΡΕΜ ... (39 elements)

ΕΞΤΡΕΜΑΔΟΥΡΑ · ΕΞΤΡΕΜΙΣΜΟΣ · ΕΞΤΡΕΜΙΣΤΗΣ · ΕΞΤΡΕΜΙΣΤΙΚΟ · ΕΞΤΡΕΜΙΣΤΙΚΟΣ · ΝΤΡΕΜΠΕΛ · ΠΑΝΤΡΕΜΑ · ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟΣ · ΤΡΕΜΕΙ · ΤΡΕΜΗ

... ΕΣΤΡΕΜ ... (1 element)

ΕΣΤΡΕΜΑΔΟΥΡΑ

... ΣΤΡΕΜΑ ... (1 element)

ΕΣΤΡΕΜΑΔΟΥΡΑ

... ΣΤΡΕΜΜ ... (3 elements)

ΔΙΑΣΤΡΕΜΜΑ · ΣΤΡΕΜΜΑ · ΣΥΣΤΡΕΜΜΑ

... ΣΤΡΕΜΠ ... (1 element)

ΣΤΡΕΜΠΕΝΙΩΤΗΣ