ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ... (11 elements)el (11) : ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ · ΕΝΟΧΟΠΟΙΗΤΙΚΟ · ΕΝΟΧΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ · ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΟ · ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ · ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ · ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ · ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ · ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ · ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ | |
... ΟΠΟΙΗΤΙΚ ... (18 elements) ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ · ΕΝΟΧΟΠΟΙΗΤΙΚΟ · ΕΝΟΧΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ · ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΟ · ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ · ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ · ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ · ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ · ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ · ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ... ΠΟΙΗΤΙΚΟ ... (16 elements) ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ · ΕΝΟΧΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ · ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΟ · ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ · ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ · ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ · ΠΟΙΗΤΙΚΟ · ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ · ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ · ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ | |
... ΓΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ... (1 element) ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ... ΔΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ... (1 element) ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ... ΝΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ... (2 elements) ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΟ · ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ... ΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ... (6 elements) ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ · ΕΝΟΧΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ · ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ · ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ · ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ... ΠΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ... (1 element) ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ... ΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ... (2 elements) ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ · ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ... ΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ... (1 element) ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ... ΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ... (1 element) ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ... ΧΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ... (2 elements) ΕΝΟΧΟΠΟΙΗΤΙΚΟ · ΕΝΟΧΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ |