ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΚΟΚΑΛ ... (13 elements)el (13) : ΚΟΚΑΛΙΑΡΗΣ · ΚΟΚΑΛΙΑΡΙΚΟΣ · ΚΟΚΑΛΙΝΟΣ · ΚΟΚΑΛΩΜΑ · ΚΟΚΑΛΩΜΕΝΟΣ · ΚΟΚΑΛΩΝΩ · ΞΕΚΟΚΑΛΙΖΩ · ΟΣΤΡΑΚΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ · ΠΥΚΝΟΚΟΚΑΛΟΣ · ΡΑΧΟΚΟΚΑΛΙΑ | |
ΓΚΟΚΑΡΤ · ΓΥΝΑΙΚΟΚΑΣΤΡΟ · ΓΥΝΑΙΚΟΚΑΤΑΚΤΗΤΗΣ · ΚΑΚΟΚΑΡΔΙΖΩ · ΚΟΚΑ · ΠΥΚΝΟΚΟΚΑΛΟΣ · ΡΑΧΟΚΟΚΑΛΙΑ · ΦΟΙΝΙΚΟΚΑΡΥΔΟ · ΦΡΑΓΚΟΚΑΡΔΑΜΟ · ΨΑΡΟΚΟΚΑΛΟ ΑΝΘΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ · ΑΠΟΚΑΛΩ · ΓΑΙΔΟΥΡΟΚΑΛΟΚΑΙΡΟ · ΚΟΚΑΛΩΜΑ · ΚΟΚΑΛΩΜΕΝΟΣ · ΚΟΚΑΛΩΝΩ · ΚΡΟΚΑΛΟΠΑΓΕΣ · ΠΑΓΟΚΑΛΥΒΑ · ΠΛΙΝΘΟΚΑΛΥΒΑ · ΠΡΟΚΑΛΩ | |
ΟΣΤΡΑΚΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΞΕΚΟΚΑΛΙΖΩ ΚΟΚΑΛΙΑΡΗΣ · ΚΟΚΑΛΙΑΡΙΚΟΣ · ΚΟΚΑΛΙΝΟΣ · ΞΕΚΟΚΑΛΙΖΩ · ΡΑΧΟΚΟΚΑΛΙΑ ΟΣΤΡΑΚΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΚΟΚΑΛΟ · ΠΥΚΝΟΚΟΚΑΛΟΣ · ΨΑΡΟΚΟΚΑΛΟ ΚΟΚΑΛΩΜΑ · ΚΟΚΑΛΩΜΕΝΟΣ · ΚΟΚΑΛΩΝΩ ΠΥΚΝΟΚΟΚΑΛΟΣ · ΡΑΧΟΚΟΚΑΛΙΑ · ΨΑΡΟΚΟΚΑΛΟ |