ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΙΤΡΕ ... (16 elements)el (16) : ΑΝΕΠΙΤΡΕΠΤΟΣ · ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ · ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ · ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΟ · ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΟΣ · ΕΠΙΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΕΠΙΤΡΕΠΤΟ · ΕΠΙΤΡΕΠΤΟΣ · ΕΠΙΤΡΕΠΤΩΣ · ΕΠΙΤΡΕΠΩ | |
ΑΝΤΙΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΚΗ · ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ · ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ · ΕΠΙΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ · ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ · ΕΠΙΤΡΟΧΑΔΗΝ · ΝΙΤΡΟΓΛΥΚΕΡΙΝΗ · ΝΤΙΜΙΤΡΟΦ · ΠΕΡΙΤΡΟΠΗΣ · ΠΙΤΡΟΦΟΣ ΑΞΙΟΛΑΤΡΕΥΤΑ · ΑΞΙΟΛΑΤΡΕΥΤΟ · ΑΞΙΟΛΑΤΡΕΥΤΟΣ · ΕΙΔΟΛΟΛΑΤΡΕΙΑ · ΗΡΩΟΛΑΤΡΕΙΑ · ΛΑΤΡΕΙΑ · ΛΑΤΡΕΙΑΣ · ΛΩΤΡΕΑΜΟΝ · ΛΩΤΡΕΚ · ΦΥΣΙΟΛΑΤΡΕΙΑ | |
ΑΝΕΠΙΤΡΕΠΤΟΣ · ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ · ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ · ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΟ · ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΟΣ ΝΤΟΥΜΙΤΡΕΣΚΟΥ ΠΕΡΙΤΡΕΧΩ ΕΠΙΤΡΕΨΙΜΟΣ ΝΤΟΥΜΙΤΡΕΣΚΟΥ ΑΝΕΠΙΤΡΕΠΤΟΣ · ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ · ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ · ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΑ · ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΟ ΠΕΡΙΤΡΕΧΩ |