ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΑΣΤΡΕΠ ... (4 elements)el (4) : ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΟ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΤΑΤΟΣ | |
ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΟ · ΑΝΑΣΤΡΕΦΩ · ΑΝΑΣΤΡΕΨΙΜΟΣ · ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΟΛΟΓΙΑ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΤΑΤΟΣ · ΞΕΠΑΣΤΡΕΥΩ · ΠΑΣΤΡΕΥΩ · ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΕΦΟΜΑΙ ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΟ · ΑΝΤΙΣΤΡΕΠΤΗ · ΑΝΤΙΣΤΡΕΠΤΟΣ · ΕΠΙΣΤΡΕΠΤΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΤΑΤΟΣ · ΣΤΡΕΠΤΗΡΑΣ · ΣΤΡΕΠΤΟΚΟΚΚΟΣ · ΣΤΡΕΠΤΟΜΥΚΙΝΗ | |
ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΟ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΤΑΤΟΣ ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΟ ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΤΑΤΟΣ |