ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese

... ΑΜΟΡ ... (49 elements)

ΑΜΟΡΕ · ΑΜΟΡΙΤΕΣ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΙΜΟΣ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΟ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΣ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ · ΚΑΜΟΡΙΝΟ · ΤΑΚΑΜΟΡΙ

... ΜΟΡΦ ... (125 elements)

ΕΥΜΟΡΦΟΣ · ΙΣΟΜΟΡΦΟΣ · ΜΕΣΟΜΟΡΦΟΣ · ΜΟΡΦΟΧΑΛΥΒΕΣ · ΜΟΡΦΡΑΝ · ΠΟΛΥΜΟΡΦΙΑ · ΠΟΛΥΜΟΡΦΙΚΟΣ · ΠΟΛΥΜΟΡΦΙΣΜΟΣ · ΠΟΛΥΜΟΡΦΟ · ΠΟΛΥΜΟΡΦΟΣ

... ΑΜΟΡΦΙ ... (1 element)

ΜΕΤΑΜΟΡΦΙΚΟΣ

... ΑΜΟΡΦΟ ... (2 elements)

ΑΜΟΡΦΟ · ΑΜΟΡΦΟΣ

... ΑΜΟΡΦΩ ... (31 elements)

ΑΝΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΙΜΟΣ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΟ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΩΝ

... ΙΑΜΟΡΦ ... (12 elements)

ΑΔΙΑΜΟΡΦΩΤΟΣ · ΑΝΑΔΙΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΑΠΟΔΙΑΜΟΡΦΩΤΗΣ · ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΟΜΑΙ · ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΩ

... ΝΑΜΟΡΦ ... (7 elements)

ΑΝΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΙΜΟΣ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΟ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΩΝ

... ΡΑΜΟΡΦ ... (4 elements)

ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΜΕΝΟ · ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΜΕΝΟΣ · ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΗ

... ΤΑΜΟΡΦ ... (8 elements)

ΜΕΤΑΜΟΡΦΙΚΟΣ · ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΟΜΑΙ · ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ · ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ