ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΑΜΟΡΦΩ ... (31 elements)el (31) : ΑΝΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΙΜΟΣ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΟ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΩΝ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΣ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ · ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΜΕΝΟ · ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΜΕΝΟΣ · ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΝΩ | |
ΜΕΤΑΜΟΡΦΙΚΟΣ · ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΟΜΑΙ · ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ · ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ · ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ · ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΓΕΝΕΣ · ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΜΟΣ · ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΜΕΝΟΣ · ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΝΩ ΑΝΑΔΙΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΕΠΙΜΟΡΦΩΝΩ · ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ · ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ · ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΜΟΡΦΩΝΩ · ΠΡΟΔΙΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΧΗΝΟΜΟΡΦΩΝ | |
ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΜΕΝΟ · ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΜΕΝΟΣ ΑΝΑΔΙΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΟΜΑΙ · ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΕΠΑΝΑΔΙΑΜΟΡΦΩΝΩ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΙΜΟΣ · ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ · ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΙΜΟΣ · ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΑΔΙΑΜΟΡΦΩΤΟΣ · ΑΜΟΡΦΩΤΟΣ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΟ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΩΝ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΣ ΑΔΙΑΜΟΡΦΩΤΟΣ · ΑΝΑΔΙΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΑΠΟΔΙΑΜΟΡΦΩΤΗΣ · ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΟΜΑΙ · ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΩ ΑΝΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΙΜΟΣ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΟ · ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΩΝ ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΜΕΝΟ · ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΜΕΝΟΣ · ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΟΜΑΙ · ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΩ · ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ · ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ · ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ |