ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΤΡΕΠΤΙ ... (6 elements)el (6) : ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΑΠΟΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΕΠΙΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΤΑΤΟΣ | |
ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΕΠΙΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΘΡΕΠΤΙΚΗ · ΘΡΕΠΤΙΚΟ · ΘΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΘΡΕΠΤΙΚΟΤΗΣ · ΘΡΕΠΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΚΑΘΡΕΠΤΙΖΩ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΤΑΤΟΣ ΑΜΕΤΑΤΡΕΠΤΟ · ΑΜΕΤΑΤΡΕΠΤΟΣ · ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΟ · ΑΝΤΙΣΤΡΕΠΤΟΣ · ΑΠΟΤΡΕΠΤΟΣ · ΕΠΙΣΤΡΕΠΤΟΣ · ΜΕΤΑΤΡΕΠΤΟ · ΜΕΤΑΤΡΕΠΤΟΣ · ΣΤΡΕΠΤΟΚΟΚΚΟΣ · ΣΤΡΕΠΤΟΜΥΚΙΝΗ | |
ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΕΠΤΙΚΟΣ ΑΠΟΤΡΕΠΤΙΚΟΣ ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΤΑΤΟΣ ΑΝΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΑΠΟΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΕΠΙΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ |