ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΣΥΛΛΕ ... (14 elements)el (14) : ΑΡΧΑΙΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ · ΚΡΟΚΟΣΥΛΛΕΚΤΡΙΕΣ · ΝΕΟΣΥΛΛΕΚΤΟΣ · ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ · ΠΕΡΙΣΥΛΛΕΓΩ · ΠΟΛΥΣΥΛΛΕΚΤΙΚΗ · ΠΟΛΥΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟ · ΠΟΛΥΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟΣ · ΣΥΛΛΕΓΟΝΤΑΣ · ΣΥΛΛΕΓΩ | |
ΔΥΦΙΟΣΥΛΛΑΒΗ · ΕΠΑΝΑΣΥΛΛΑΜΒΑΝΩ · ΞΑΝΑΣΥΛΛΑΜΒΑΝΩ · ΠΟΛΥΣΥΛΛΑΒΗ · ΠΟΛΥΣΥΛΛΑΒΟΣ · ΠΟΛΥΣΥΛΛΕΚΤΙΚΗ · ΠΟΛΥΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟ · ΠΟΛΥΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟΣ · ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟ · ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΩ ΑΡΧΑΙΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ · ΚΡΟΚΟΣΥΛΛΕΚΤΡΙΕΣ · ΝΕΟΣΥΛΛΕΚΤΟΣ · ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ · ΠΕΡΙΣΥΛΛΕΓΩ · ΡΑΚΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ · ΣΥΛΛΕΓΟΝΤΑΣ · ΣΥΛΛΕΓΩ · ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΕΝΙΟΣ · ΦΥΛΛΕΡ | |
ΠΕΡΙΣΥΛΛΕΓΩ ΑΡΧΑΙΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ · ΚΡΟΚΟΣΥΛΛΕΚΤΡΙΕΣ · ΝΑΡΚΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ · ΝΕΟΣΥΛΛΕΚΤΟΣ · ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ ΠΕΡΙΣΥΛΛΕΓΩ · ΣΥΛΛΕΓΟΝΤΑΣ · ΣΥΛΛΕΓΩ ΑΡΧΑΙΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ · ΚΡΟΚΟΣΥΛΛΕΚΤΡΙΕΣ · ΝΑΡΚΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ · ΝΕΟΣΥΛΛΕΚΤΟΣ · ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ ΣΥΛΛΕΞΙΜΟΣ ΠΟΛΥΣΥΛΛΕΚΤΙΚΗ · ΠΟΛΥΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟ · ΠΟΛΥΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟΣ |