ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΣΥΛΛ ... (74 elements)el (74) : ΔΥΦΙΟΣΥΛΛΑΒΗ · ΕΠΑΝΑΣΥΛΛΑΜΒΑΝΩ · ΞΑΝΑΣΥΛΛΑΜΒΑΝΩ · ΠΟΛΥΣΥΛΛΑΒΗ · ΠΟΛΥΣΥΛΛΑΒΟΣ · ΠΟΛΥΣΥΛΛΕΚΤΙΚΗ · ΠΟΛΥΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟ · ΠΟΛΥΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟΣ · ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟ · ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΩ | |
ΠΟΛΥΣΥΛΛΑΒΗ · ΠΟΛΥΣΥΛΛΑΒΟΣ · ΠΟΛΥΣΥΛΛΕΚΤΙΚΗ · ΠΟΛΥΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟ · ΠΟΛΥΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟΣ · ΣΥΛΒΑ · ΣΥΛΒΑΝΙΤΗΣ · ΣΥΛΒΙΑ · ΣΥΛΩ · ΤΡΑΝΣΥΛΒΑΝΙΑ ΑΠΟΦΥΛΛΩ · ΞΕΦΥΛΛΙΖΩ · ΠΟΛΥΞΕΦΥΛΛΙΣΜΕΝΟ · ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΕΝΙΟΣ · ΦΥΛΛΕΡ · ΦΥΛΛΩΔΕΣ · ΦΥΛΛΩΜΑ · ΦΥΛΛΩΜΕΝΟΣ · ΦΥΛΛΩΝ · ΦΥΛΛΩΣΙΑ | |
ΑΣΥΛΛΗΠΤΟΣ · ΑΣΥΛΛΟΓΙΣΤΟΣ · ΔΑΣΥΛΛΙΟ · ΔΑΣΥΛΛΙΟΝ · ΔΕΚΑΣΥΛΛΑΒΟΣ ΑΝΤΙΣΥΛΛΗΠΤΙΚΟ · ΑΝΤΙΣΥΛΛΗΠΤΙΚΟΣ · ΑΝΤΙΣΥΛΛΗΨΗ · ΑΝΤΙΣΥΛΛΗΨΗΣ · ΔΙΣΥΛΛΑΒΟ ΑΛΣΥΛΛΙΟ ΑΡΧΑΙΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ · ΔΥΦΙΟΣΥΛΛΑΒΗ · ΚΡΟΚΟΣΥΛΛΕΚΤΡΙΕΣ · ΜΟΝΟΣΥΛΛΑΒΑ · ΜΟΝΟΣΥΛΛΑΒΗ ΔΥΦΙΟΣΥΛΛΑΒΗ · ΕΠΑΝΑΣΥΛΛΑΜΒΑΝΩ · ΜΟΝΟΣΥΛΛΑΒΗ · ΜΟΝΟΣΥΛΛΑΒΙΚΟΣ · ΜΟΝΟΣΥΛΛΑΒΟΣ ΑΡΧΑΙΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ · ΚΡΟΚΟΣΥΛΛΕΚΤΡΙΕΣ · ΝΕΟΣΥΛΛΕΚΤΟΣ · ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ · ΠΕΡΙΣΥΛΛΕΓΩ ΑΝΤΙΣΥΛΛΗΠΤΙΚΟ · ΑΝΤΙΣΥΛΛΗΠΤΙΚΟΣ · ΑΝΤΙΣΥΛΛΗΨΗ · ΑΝΤΙΣΥΛΛΗΨΗΣ · ΑΣΥΛΛΗΠΤΟΣ ΑΛΣΥΛΛΙΟ · ΔΑΣΥΛΛΙΟ · ΔΑΣΥΛΛΙΟΝ ΑΣΥΛΛΟΓΙΣΤΟΣ · ΔΙΑΣΥΛΛΟΓΙΚΟ · ΠΕΡΙΣΥΛΛΟΓΗ · ΠΕΡΙΣΥΛΛΟΓΗΣ · ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΛΛΥΠΗΤΗΡΙΩΝ · ΣΥΛΛΥΠΟΥΜΑΙ ΠΟΛΥΣΥΛΛΑΒΗ · ΠΟΛΥΣΥΛΛΑΒΟΣ · ΠΟΛΥΣΥΛΛΕΚΤΙΚΗ · ΠΟΛΥΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟ · ΠΟΛΥΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟΣ |