ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΣΥΓ ... (235 elements)el (235) : ΑΣΥΓΧΡΟΝΙΣΤΟΣ · ΑΣΥΓΧΡΟΝΟΣ · ΑΣΥΓΧΩΡΗΤΑ · ΑΣΥΓΧΩΡΗΤΟΣ · ΚΑΛΟΣΥΓΥΡΙΣΜΕΝΟΣ · ΚΑΤΑΣΥΓΧΥΖΟΜΑΙ · ΣΥΓ · ΣΥΓΥΡΙΖΩ · ΣΥΓΥΡΙΣΜΑ · ΣΥΓΥΡΙΣΜΕΝΟΣ | |
ΔΑΣΥΑΤΙΣ · ΜΑΡΣΥΑΣ · ΠΟΛΥΣΥΛΛΑΒΗ · ΠΟΛΥΣΥΛΛΑΒΟΣ · ΠΟΛΥΣΥΛΛΕΚΤΙΚΗ · ΠΟΛΥΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟ · ΠΟΛΥΣΥΜΒΑΤΟΣ · ΠΟΛΥΣΥΝΘΕΤΙΚΟΣ · ΠΟΛΥΣΥΝΘΕΤΟΣ · ΣΥΑΚΙ ΒΡΑΔΥΓΛΩΣΣΟΣ · ΔΙΖΥΓΟ · ΔΙΖΥΓΩΤΕΣ · ΖΥΓΩΜΑΤΙΚΑ · ΖΥΓΩΜΑΤΙΚΟ · ΖΥΓΩΜΑΤΙΚΟΥ · ΖΥΓΩΝΩ · ΖΥΓΩΤΗΣ · ΜΟΝΟΖΥΓΟ · ΝΥΓΜΟΣ | |
ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ · ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΩ · ΑΣΥΓΓΝΩΣΤΟΣ · ΑΣΥΓΧΡΟΝΗ · ΑΣΥΓΧΡΟΝΙΣΤΟΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΖΟΜΑΙ · ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΖΩ · ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΕΝΟΣ · ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟ · ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΑΛΛΗΛΟΣΥΓΚΡΟΥΟΜΕΝΕΣ · ΑΥΤΟΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ · ΑΥΤΟΣΥΓΚΡΑΤΗΣΗ · ΗΛΕΚΤΡΟΣΥΓΚΟΛΛΗΣΗ · ΙΔΙΟΣΥΓΚΡΑΣΙΑ ΥΠΕΡΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ · ΣΥΓΓΕΝΕΙΕΣ · ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ · ΣΥΓΓΕΝΕΥΕΙ · ΣΥΓΓΕΝΕΥΩΝ ΑΛΛΗΛΟΣΥΓΚΡΟΥΟΜΕΝΕΣ · ΑΣΥΓΚΡΑΤΗΤΗ · ΑΣΥΓΚΡΑΤΗΤΟ · ΑΣΥΓΚΡΑΤΗΤΟΣ · ΑΥΤΟΣΥΓΚΡΑΤΗΣΗ ΣΥΓΝΩΜΗ ΚΑΛΟΣΥΓΥΡΙΣΜΕΝΟΣ · ΣΥΓΥΡΙΖΩ · ΣΥΓΥΡΙΣΜΑ · ΣΥΓΥΡΙΣΜΕΝΟΣ ΑΣΥΓΧΡΟΝΗ · ΑΣΥΓΧΡΟΝΙΣΤΟΣ · ΑΣΥΓΧΡΟΝΟΣ · ΑΣΥΓΧΩΡΗΤΑ · ΑΣΥΓΧΩΡΗΤΟΣ ΕΥΣΥΓΚΙΝΗΣΙΑ · ΕΥΣΥΓΚΙΝΗΤΑ · ΕΥΣΥΓΚΙΝΗΤΟΣ |