ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΝΟΙΚΟ ... (24 elements)el (24) : ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ · ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΩ · ΑΝΟΙΚΟΝΟΜΗΤΟΣ · ΕΝΟΙΚΟΙ · ΕΝΟΙΚΟΣ · ΕΥΝΟΙΚΟΣ · ΠΑΡΑΝΟΙΚΟΣ · ΣΠΙΤΟΝΟΙΚΟΚΥΡΑ · ΣΠΙΤΟΝΟΙΚΟΚΥΡΗΣ · ΣΥΝΟΙΚΟΣ | |
ΑΝΕΝΟΙΚΙΑΣΤΟΣ · ΑΝΟΙΚΕΙΟΣ · ΑΝΟΙΚΕΙΩΣ · ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ · ΕΝΟΙΚΙΑΖΟΜΕΝΟ · ΕΝΟΙΚΙΟ · ΕΝΟΙΚΙΩΝ · ΣΥΝΟΙΚΕΣΙΟ · ΥΠΕΝΟΙΚΙΑΖΩ · ΥΠΕΝΟΙΚΙΑΣΗ ΑΠΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗΣ · ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗ · ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ · ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ · ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗΤΙΚΑ · ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗΤΙΚΟΣ · ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΩ · ΕΥΒΟΙΚΟΥ · ΜΠΟΙΚΟΤΑΖ · ΟΙΚΟ | |
ΑΙΘΑΝΟΙΚΟ · ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ · ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΤΟΣ · ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΩ · ΑΝΟΙΚΟΚΥΡΕΥΤΟΣ ΕΝΟΙΚΟΙ · ΕΝΟΙΚΟΣ ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ · ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΤΟΣ · ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΩ ΕΝΟΙΚΟΙ ΑΝΟΙΚΟΚΥΡΕΥΤΟΣ · ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ · ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΜΑ · ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΜΕΝΟΣ · ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ ΑΝΟΙΚΟΝΟΜΗΤΟΣ ΕΝΟΙΚΟΣ · ΕΥΝΟΙΚΟΣ · ΠΑΡΑΝΟΙΚΟΣ · ΣΥΝΟΙΚΟΣ ΣΠΙΤΟΝΟΙΚΟΚΥΡΑ · ΣΠΙΤΟΝΟΙΚΟΚΥΡΗΣ ΕΥΝΟΙΚΟΣ · ΣΥΝΟΙΚΟΣ |