ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΛΗΚΤΙΚ ... (20 elements)el (20) : ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ · ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟΤΗΣ · ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΩΣ · ΕΠΙΠΛΗΚΤΙΚΩΣ · ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΟ · ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ · ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟΩ · ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΩΣ | |
ΑΝΤΙΠΗΚΤΙΚΟ · ΔΗΚΤΙΚΩΣ · ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ · ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΩΣ · ΕΚΡΗΚΤΙΚΗ · ΕΚΡΗΚΤΙΚΗΣ · ΕΠΙΠΛΗΚΤΙΚΩΣ · ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ · ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΩΣ · ΤΡΑΒΗΚΤΙΚΗ ΔΙΑΠΛΗΚΤΙΖΟΜΑΙ · ΔΙΑΠΛΗΚΤΙΣΜΟΣ · ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ · ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΩΣ · ΕΠΙΠΛΗΚΤΙΚΩΣ · ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΟ · ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ · ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟΩ · ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΩΣ | |
ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΟ · ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΟΣ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΑ · ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΑ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ · ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ΑΠΟΠΛΗΚΤΙΚΟΣ · ΔΙΑΠΛΗΚΤΙΚΟΣ · ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟΣ · ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟΤΗΣ · ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΩΣ · ΕΠΙΠΛΗΚΤΙΚΩΣ · ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΩΣ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΑ · ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ · ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ · ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟΣ · ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟΤΗΣ |