ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΚΛΗΡΩΤ ... (6 elements)el (6) : ΑΝΟΛΟΚΛΗΡΩΤΟΣ · ΑΡΤΗΡΙΟΣΚΛΗΡΩΤΙΚΟΣ · ΚΛΗΡΩΤΟΣ · ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΑ · ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΟΣ · ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΣ | |
ΑΡΤΗΡΙΟΣΚΛΗΡΩΣΗ · ΑΡΤΗΡΙΟΣΚΛΗΡΩΤΙΚΟΣ · ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΑ · ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ · ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΟ · ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΟΣ · ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΟΥ · ΣΚΛΗΡΩΜΑ · ΣΚΛΗΡΩΝ · ΣΚΛΗΡΩΣ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ · ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΣ · ΑΠΛΗΡΩΤΗ · ΑΠΛΗΡΩΤΟΣ · ΑΡΤΗΡΙΟΣΚΛΗΡΩΤΙΚΟΣ · ΑΣΥΜΠΛΗΡΩΤΟΣ · ΚΑΚΟΠΛΗΡΩΤΗΣ · ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΑ · ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΟΣ · ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΣ | |
ΑΡΤΗΡΙΟΣΚΛΗΡΩΤΙΚΟΣ · ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΑ · ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΟΣ · ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΣ ΑΝΟΛΟΚΛΗΡΩΤΟΣ · ΚΛΗΡΩΤΟΣ ΑΝΟΛΟΚΛΗΡΩΤΟΣ · ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΑ · ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΟΣ · ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΣ ΑΡΤΗΡΙΟΣΚΛΗΡΩΤΙΚΟΣ |