ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΙΣΚΟΠ ... (19 elements)el (19) : ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΣ · ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΙ · ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ · ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ · ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΩΝ · ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΣ · ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ · ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ · ΕΠΙΣΚΟΠΩ · ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ | |
ΒΙΝΤΕΟΔΙΣΚΟΣ · ΒΙΣΚΟΖΗ · ΔΙΣΚΟ · ΔΙΣΚΟΒΟΛΙΑ · ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ · ΔΙΣΚΟΕΙΔΗΣ · ΔΙΣΚΟΘΗΚΗ · ΔΙΣΚΟΚΟΣΜΟΣ · ΔΙΣΚΟΣ · ΚΑΔΙΣΚΟΣ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ · ΑΝΑΣΚΟΠΙΚΟΣ · ΑΝΑΣΚΟΠΩ · ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΚΟΠΙΑ · ΑΡΧΙΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ · ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΙΑ · ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΥΣΕΙ · ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΥΣΗ · ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΥΩ · ΚΑΤΑΣΚΟΠΙΑ | |
ΔΙΣΚΟΠΑΘΕΙΑ · ΔΙΣΚΟΠΟΤΗΡΟ · ΔΙΣΚΟΠΡΙΟΝΟ ΔΙΣΚΟΠΑΘΕΙΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ · ΕΠΙΣΚΟΠΗ · ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ · ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ · ΠΡΟΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΣ · ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΣ · ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΙ · ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ · ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ · ΔΙΣΚΟΠΟΤΗΡΟ · ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΔΙΣΚΟΠΡΙΟΝΟ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΩΝ · ΕΠΙΣΚΟΠΩ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΣ · ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΙ · ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ · ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ · ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ |