ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΑΣΤΑΤΙΚΟΤ ... (2 elements)el (2) : ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑ | |
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΠΟΙΩ · ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ · ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ · ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΣ · ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟΣ · ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑ | |
... ΑΣΤΑΤΙΚΟΤΗ ... (2 elements) ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ... ΝΑΣΤΑΤΙΚΟΤ ... (1 element) ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ... ΡΑΣΤΑΤΙΚΟΤ ... (1 element) ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑ |