ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΑΣΤΑΤΙΚΟ ... (7 elements)el (7) : ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΠΟΙΩ · ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ · ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ · ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΣ · ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟΣ · ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑ | |
ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΕΣ · ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ · ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΠΟΙΩ · ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ · ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΗ · ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ · ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΣ · ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟΣ · ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΠΟΙΩ · ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ · ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΣ · ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟΣ · ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ · ΣΤΑΤΙΚΟ · ΣΥΣΤΑΤΙΚΟ · ΣΥΣΤΑΤΙΚΟΣ | |
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΠΟΙΩ ... ΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ... (3 elements) ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΣ · ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ... ΑΣΤΑΤΙΚΟΤ ... (2 elements) ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ... ΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ... (3 elements) ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΠΟΙΩ · ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ · ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ... ΡΑΣΤΑΤΙΚΟ ... (2 elements) ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟΣ · ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ... ΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ... (2 elements) ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ · ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΣ |