ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese

... ΑΣΜΑΤΟ ... (16 elements)

ΕΛΑΣΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ · ΕΛΑΣΜΑΤΟΠΟΙΩ · ΕΜΒΑΣΜΑΤΟΣ · ΥΦΑΣΜΑΤΟΠΟΙΙΑ · ΥΦΑΣΜΑΤΟΣ · ΦΑΣΜΑΤΟΜΕΤΡΙΑ · ΦΑΣΜΑΤΟΣΚΟΠΙΑ · ΦΑΣΜΑΤΟΣΚΟΠΙΚΟΣ · ΦΑΣΜΑΤΟΣΚΟΠΙΟ · ΦΑΣΜΑΤΟΦΩΤΟΜΕΤΡΟ

... ΣΜΑΤΟΣ ... (33 elements)

ΑΚΟΝΙΣΜΑΤΟΣ · ΓΛΥΚΙΣΜΑΤΟΣ · ΕΚΤΟΠΙΣΜΑΤΟΣ · ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ · ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ · ΠΛΑΝΙΣΜΑΤΟΣ · ΣΤΡΑΓΓΙΣΜΑΤΟΣ · ΣΦΡΑΓΙΣΜΑΤΟΣ · ΤΑΓΙΣΜΑΤΟΣ · ΤΡΟΧΙΣΜΑΤΟΣ

... ΑΣΜΑΤΟΣΚ ... (3 elements)

ΦΑΣΜΑΤΟΣΚΟΠΙΑ · ΦΑΣΜΑΤΟΣΚΟΠΙΚΟΣ · ΦΑΣΜΑΤΟΣΚΟΠΙΟ

... ΡΑΣΜΑΤΟΣ ... (1 element)

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΟΣ

... ΦΑΣΜΑΤΟΣ ... (4 elements)

ΥΦΑΣΜΑΤΟΣ · ΦΑΣΜΑΤΟΣΚΟΠΙΑ · ΦΑΣΜΑΤΟΣΚΟΠΙΚΟΣ · ΦΑΣΜΑΤΟΣΚΟΠΙΟ