ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese

... ΑΣΜΑΤ ... (51 elements)

ΑΓΙΑΣΜΑΤΑΡΙ · ΚΑΛΟΠΙΑΣΜΑΤΑ · ΚΛΑΣΜΑΤΑ · ΚΛΙΝΟΣΚΕΠΑΣΜΑΤΑ · ΜΙΑΣΜΑΤΑ · ΜΙΑΣΜΑΤΙΚΟΣ · ΠΡΟΠΛΑΣΜΑΤΑ · ΣΚΑΜΠΑΝΕΒΑΣΜΑΤΑ · ΣΟΡΟΠΙΑΣΜΑΤΑ · ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ

... ΣΜΑΤΟ ... (53 elements)

ΕΔΕΣΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΣ · ΕΔΕΣΜΑΤΟΛΟΓΙΟ · ΕΛΑΣΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ · ΕΛΑΣΜΑΤΟΠΟΙΩ · ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΛΙΓΟΣ · ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΛΟΓΙΑ · ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ · ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΠΟΙΩ · ΥΦΑΣΜΑΤΟΠΟΙΙΑ · ΦΑΣΜΑΤΟΜΕΤΡΙΑ

... ΑΣΜΑΤΟΕ ... (1 element)

ΕΛΑΣΜΑΤΟΕΙΔΗΣ

... ΑΣΜΑΤΟΚ ... (1 element)

ΠΛΑΣΜΑΤΟΚΥΤΤΑΡΟ

... ΑΣΜΑΤΟΜ ... (1 element)

ΦΑΣΜΑΤΟΜΕΤΡΙΑ

... ΑΣΜΑΤΟΠ ... (3 elements)

ΕΛΑΣΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ · ΕΛΑΣΜΑΤΟΠΟΙΩ · ΥΦΑΣΜΑΤΟΠΟΙΙΑ

... ΑΣΜΑΤΟΣ ... (8 elements)

ΑΣΜΑΤΟΣ · ΕΜΒΑΣΜΑΤΟΣ · ΠΛΑΣΜΑΤΟΣ · ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΟΣ · ΥΦΑΣΜΑΤΟΣ

... ΑΣΜΑΤΟΥ ... (1 element)

ΕΛΑΣΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

... ΑΣΜΑΤΟΦ ... (1 element)

ΦΑΣΜΑΤΟΦΩΤΟΜΕΤΡΟ

... ΛΑΣΜΑΤΟ ... (6 elements)

ΕΛΑΣΜΑΤΟΕΙΔΗΣ · ΕΛΑΣΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ · ΕΛΑΣΜΑΤΟΠΟΙΩ · ΕΛΑΣΜΑΤΟΥΡΓΟΣ · ΠΛΑΣΜΑΤΟΚΥΤΤΑΡΟ

... ΡΑΣΜΑΤΟ ... (1 element)

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΟΣ

... ΦΑΣΜΑΤΟ ... (7 elements)

ΥΦΑΣΜΑΤΟΠΟΙΙΑ · ΥΦΑΣΜΑΤΟΣ · ΦΑΣΜΑΤΟΜΕΤΡΙΑ · ΦΑΣΜΑΤΟΣΚΟΠΙΑ · ΦΑΣΜΑΤΟΣΚΟΠΙΚΟΣ