ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese

... ΩΜΑΤΟΠΟΙΗ ... (1 element)

... ΜΑΤΟΠΟΙΗ ... (20 elements)

ΑΣΥΣΤΗΜΑΤΟΠΟΙΗΤΟΣ · ΑΥΤΟΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΗ · ΑΥΤΟΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ · ΑΥΤΟΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ · ΔΡΑΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ · ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ · ΟΝΟΜΑΤΟΠΟΙΗΤΟΣ · ΠΝΕΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ · ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ · ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ

... ΩΜΑΤΟΠΟΙ ... (2 elements)

ΑΡΩΜΑΤΟΠΟΙΟΣ · ΓΑΛΑΚΤΩΜΑΤΟΠΟΙΗΤΗΣ

... ΤΩΜΑΤΟΠΟΙΗ ... (1 element)

ΓΑΛΑΚΤΩΜΑΤΟΠΟΙΗΤΗΣ

... ΩΜΑΤΟΠΟΙΗΤ ... (1 element)

ΓΑΛΑΚΤΩΜΑΤΟΠΟΙΗΤΗΣ