ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΩΜΑ ... (520 elements)el (520) : ΚΙΓΚΛΙΔΩΜΑ · ΚΟΡΔΩΜΑ · ΚΡΗΠΙΔΩΜΑ · ΛΑΔΩΜΑ · ΞΥΛΟΨΗΦΙΔΩΜΑ · ΣΑΝΙΔΩΜΑ · ΣΑΝΙΔΩΜΑΤΟΣ · ΥΠΝΟΔΩΜΑΤΙΟ · ΨΗΦΙΔΩΜΑ · ΩΜΑ | |
ΙΣΜΑΗΛ · ΚΑΚΟΜΑΘΑΙΝΩ · ΚΑΚΟΜΑΘΗΜΕΝΟ · ΚΑΚΟΜΑΘΗΜΕΝΟΣ · ΚΑΛΟΜΑΘΑΙΝΩ · ΜΑ · ΜΑΗΣ · ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΑ · ΦΙΛΟΜΑΘΗΣ · ΦΥΣΙΚΟΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΝΩΜΟΣΥΝΗ · ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ · ΓΝΩΜΟΔΟΤΩ · ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ · ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ · ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ · ΙΣΧΥΡΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ · ΚΑΛΟΓΝΩΜΟΣ · ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ · ΩΜ | |
ΚΟΛΟΒΩΜΑ · ΛΑΒΩΜΑΤΙΑ · ΣΤΙΛΒΩΜΑ ΕΓΩΜΑΝΙΑ · ΖΥΓΩΜΑΤΙΚΑ · ΖΥΓΩΜΑΤΙΚΟ · ΖΥΓΩΜΑΤΙΚΟΥ · ΛΙΓΩΜΑ ΔΩΜΑΤΙΩΝ · ΚΙΓΚΛΙΔΩΜΑ · ΚΟΡΔΩΜΑ · ΚΡΗΠΙΔΩΜΑ · ΛΑΔΩΜΑ ΓΕΩΜΑΓΝΗΤΙΣΜΟΣ · ΞΕΘΕΩΜΑ · ΣΤΕΡΕΩΜΑ ΑΝΕΜΟΜΑΖΩΜΑΤΑ · ΔΙΑΖΩΜΑ · ΜΠΑΖΩΜΑΤΑ · ΠΑΙΔΟΜΑΖΩΜΑ · ΠΕΡΙΖΩΜΑ ΑΓΡΟΜΙΣΘΩΜΑ · ΑΠΙΘΩΜΑ · ΑΠΟΛΙΘΩΜΑ · ΘΩΜΑΣ · ΚΑΤΟΡΘΩΜΑ ΑΞΙΩΜΑ · ΑΞΙΩΜΑΤΑ · ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ · ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΥ · ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΔΑΓΚΩΜΑΤΙΑ · ΕΞΟΓΚΩΜΑΤΑ · ΚΩΜΑ · ΚΩΜΑΤΩΔΗΣ · ΛΕΥΚΩΜΑΤΙΝΗ ΑΜΙΛΛΩΜΑΙ · ΒΑΘΟΥΛΩΜΑ · ΒΟΥΛΩΜΑ · ΚΟΝΔΥΛΩΜΑ · ΞΥΛΩΜΑ ΑΝΤΑΜΩΜΑ · ΑΠΟΚΑΜΩΜΑ · ΑΣΗΜΩΜΑ · ΔΥΝΑΜΩΜΑ · ΚΑΜΩΜΑ ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ · ΓΝΩΜΑΤΕΥΩ · ΚΑΡΚΙΝΩΜΑ · ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΑΙ · ΠΛΑΝΩΜΑΙ ΑΜΑΞΩΜΑ ΑΚΡΟΩΜΑΙ · ΣΥΝΑΚΡΟΩΜΑΙ ΑΠΟΣΠΩΜΑΙ · ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ · ΕΠΙΠΩΜΑ · ΕΠΙΠΩΜΑΤΙΖΩ · ΠΩΜΑ ΕΚΡΩΜΑΙΖΩ · ΕΚΤΡΩΜΑΤΙΚΟΣ · ΘΥΣΑΝΟΣΤΡΩΜΑΤΑ · ΜΕΛΑΝΟΣΤΡΩΜΑΤΑ · ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ ΕΝΣΩΜΑΤΟΣ · ΕΝΣΩΜΑΤΩΜΕΝΗ · ΕΝΣΩΜΑΤΩΜΕΝΟΣ · ΕΝΣΩΜΑΤΩΝΟΜΑΙ · ΕΝΣΩΜΑΤΩΝΩ ΑΛΛΗΛΕΞΑΡΤΩΜΑΙ · ΑΠΑΤΩΜΑΙ · ΔΙΕΡΩΤΩΜΑΙ · ΕΞΑΠΑΤΩΜΑΙ · ΕΞΑΡΤΩΜΑΙ ΔΙΚΤΥΩΜΑ · ΕΓΓΥΩΜΑΙ · ΚΡΥΩΜΑ · ΣΥΝΟΦΡΥΩΜΑ ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΜΑ · ΑΠΟΡΡΟΦΩΜΑΙ · ΚΟΥΦΩΜΑ · ΚΟΥΦΩΜΑΤΑ · ΚΟΥΦΩΜΑΤΩΝ ΑΝΑΡΡΙΧΩΜΑΙ · ΑΣΒΕΣΤΟΧΩΜΑ · ΑΣΠΡΟΧΩΜΑ · ΒΡΥΧΩΜΑΙ · ΕΚΧΩΜΑΤΩΣΗ ΥΨΩΜΑ · ΥΨΩΜΑΤΑ · ΥΨΩΜΑΤΑΚΙ · ΨΩΜΑΚΙ ΓΕΩΜΑΓΝΗΤΙΣΜΟΣ ΑΛΛΗΛΕΞΑΡΤΩΜΑΙ · ΑΜΙΛΛΩΜΑΙ · ΑΠΑΤΩΜΑΙ · ΔΙΕΡΩΤΩΜΑΙ · ΕΚΡΩΜΑΙΖΩ ΨΩΜΑΚΙ ΑΝΩΜΑΛΑ · ΑΝΩΜΑΛΗ · ΑΝΩΜΑΛΙΑ · ΑΝΩΜΑΛΟΣ · ΑΝΩΜΑΛΟΥ ΕΓΩΜΑΝΙΑ · ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ · ΟΘΩΜΑΝΟΣ · ΡΩΜΑΝΙΑ · ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ ΠΛΩΜΑΡΙ · ΠΛΩΜΑΡΙΟΥ · ΦΑΓΩΜΑΡΑ ΕΚΠΩΜΑΣΤΡΟ · ΘΩΜΑΣ · ΡΩΜΑΣ ΕΚΤΡΩΜΑΤΙΚΟΣ · ΘΥΣΑΝΟΣΤΡΩΜΑΤΑ · ΜΕΛΑΝΟΣΤΡΩΜΑΤΑ · ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ · ΠΕΤΡΩΜΑΤΟΣ ΒΡΩΜΑΩ |