ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΧΥΡΟΠ ... (4 elements)el (4) : ΑΧΥΡΟΠΛΙΝΘΟΣ · ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ · ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΟΥΜΑΙ · ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΩ | |
ΑΧΥΡΟΠΛΙΝΘΟΣ · ΓΕΦΥΡΟΠΟΙΙΑ · ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ · ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΟΥΜΑΙ · ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΩ · ΜΑΥΡΟΠΕΛΑΡΓΟΣ · ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΙ · ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ · ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ · ΦΥΡΟΠΟΤΑΜΟΣ ΑΝΙΣΧΥΡΟΣ · ΑΧΥΡΟΣΚΕΠΗ · ΑΧΥΡΟΣΚΕΠΟΣ · ΑΧΥΡΟΣΤΡΩΜΑ · ΑΧΥΡΟΣΤΡΩΜΝΗ · ΙΣΧΥΡΟΓΝΩΜΟΝΑΣ · ΙΣΧΥΡΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ · ΙΣΧΥΡΟΓΝΩΜΩΝ · ΙΣΧΥΡΟΣ · ΠΑΝΙΣΧΥΡΟΣ | |
ΑΧΥΡΟΠΛΙΝΘΟΣ ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ · ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΟΥΜΑΙ · ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΩ ΑΧΥΡΟΠΛΙΝΘΟΣ ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ · ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΟΥΜΑΙ · ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΩ |