ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ... (1 element)el (1) : ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩΝΤΑΣ | |
... ΗΣΙΜΟΠΟΙΩΝ ... (2 elements) ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩΝ · ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ... ΙΜΟΠΟΙΩΝΤΑ ... (1 element) ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ... ΜΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ... (1 element) ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ... ΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩ ... (4 elements) ΠΡΩΤΟΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩ · ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩ · ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩΝ · ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ... ΣΙΜΟΠΟΙΩΝΤ ... (1 element) ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ... ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙ ... (18 elements) ΑΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΤΟ · ΑΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΤΟΣ · ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ · ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΕΙ · ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ · ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ · ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΙΜΟΣ · ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΑΙ · ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩΝ · ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩΝΤΑΣ | |