ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΦΥΤΟ ... (42 elements)el (42) : ΔΕΝΔΡΟΦΥΤΟΣ · ΚΑΛΑΜΟΦΥΤΟΣ · ΝΕΟΦΥΤΟΣ · ΦΥΤΟ · ΦΥΤΟΦΑΓΙΑ · ΦΥΤΟΦΑΓΟ · ΦΥΤΟΦΑΓΟΣ · ΦΥΤΟΦΑΡΜΑΚΟ · ΦΥΤΟΦΑΡΜΑΚΩΝ · ΦΥΤΟΨΕΙΡΑ | |
ΑΜΕΘΟΔΕΥΤΟΣ · ΑΣΥΝΟΔΕΥΤΟΣ · ΨΕΥΤΟΑΝΑΚΑΤΕΥΟΜΑΙ · ΨΕΥΤΟΑΝΤΙΠΑΛΟΣ · ΨΕΥΤΟΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΗΣ · ΨΕΥΤΟΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΚΟΣ · ΨΕΥΤΟΑΡΡΩΣΤΟΣ · ΨΕΥΤΟΑΡΧΟΝΤΙΑ · ΨΕΥΤΟΑΡΧΟΝΤΙΚΑ · ΨΕΥΤΟΑΡΧΟΝΤΙΚΟΣ ΗΜΙΣΚΙΟΦΥΤΑ · ΠΥΡΟΦΥΤΑ · ΣΑΠΡΟΦΥΤΑ · ΣΚΙΟΦΥΤΑ · ΣΠΕΡΜΑΤΟΦΥΤΑ · ΤΡΑΧΕΟΦΥΤΑ · ΦΥΤΑ · ΦΥΤΑΝΘΡΑΚΑΣ · ΦΥΤΑΣΘΕΝΕΙΑ · ΦΩΤΟΦΥΤΑ | |
ΚΑΤΑΦΥΤΟΣ ΕΠΙΦΥΤΟ ΕΜΦΥΤΟ · ΕΜΦΥΤΟΣ · ΟΡΜΕΜΦΥΤΟ · ΟΡΜΕΜΦΥΤΟΣ ΑΕΡΟΦΥΤΟ · ΑΜΠΕΛΟΦΥΤΟ · ΔΕΝΔΡΟΦΥΤΟΣ · ΖΩΟΦΥΤΟ · ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΠΟΛΥΦΥΤΟΥ ΦΥΤΟΖΩΕΙ · ΦΥΤΟΖΩΙΑ · ΦΥΤΟΖΩΟΥ · ΦΥΤΟΖΩΩ ΦΥΤΟΚΟΜΙΑ · ΦΥΤΟΚΟΜΟΣ ΦΥΤΟΛΟΓΙΑ ΦΥΤΟΠΛΑΓΚΤΟΝ ΔΕΝΔΡΟΦΥΤΟΣ · ΕΜΦΥΤΟΣ · ΚΑΛΑΜΟΦΥΤΟΣ · ΚΑΤΑΦΥΤΟΣ · ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΠΟΛΥΦΥΤΟΥ · ΦΥΤΟΥ · ΦΥΤΟΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΑ · ΦΥΤΟΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗ · ΦΥΤΟΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΟΣ ΦΥΤΟΦΑΓΙΑ · ΦΥΤΟΦΑΓΟ · ΦΥΤΟΦΑΓΟΣ · ΦΥΤΟΦΑΡΜΑΚΟ · ΦΥΤΟΦΑΡΜΑΚΩΝ ΦΥΤΟΨΕΙΡΑ |