ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΥΡΩΜ ... (27 elements)el (27) : ΒΟΥΤΥΡΩΜΕΝΟΣ · ΓΕΦΥΡΩΜΑ · ΜΑΣΤΟΥΡΩΜΑ · ΜΟΥΝΤΖΟΥΡΩΜΑ · ΝΕΥΡΩΜΑ · ΞΕΠΥΡΩΜΑ · ΟΧΥΡΩΜΑ · ΠΡΟΓΕΦΥΡΩΜΑ · ΤΣΕΚΟΥΡΩΜΑ · ΧΑΜΟΥΡΩΜΑ | |
ΕΚΡΩΜΑΙΖΩ · ΕΚΤΡΩΜΑΤΙΚΟΣ · ΘΥΣΑΝΟΣΤΡΩΜΑΤΑ · ΜΕΛΑΝΟΣΤΡΩΜΑΤΑ · ΞΑΛΑΦΡΩΜΑ · ΞΕΛΑΦΡΩΜΑ · ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ · ΣΤΡΩΜΑΤΑ · ΣΤΡΩΜΑΤΕΞ · ΣΤΡΩΜΑΤΣΟΠΑΝΟ ΑΔΙΑΣΤΑΥΡΩΤΟΣ · ΑΚΥΡΩΤΗΣ · ΕΠΙΚΥΡΩΤΗΣ · ΚΑΜΠΟΥΡΩΤΟΣ · ΚΥΡΩΤΙΚΗ · ΜΑΥΡΩΤΑΣ · ΝΕΥΡΩΤΙΚΟΣ · ΣΟΥΡΩΤΗΡΙ · ΣΠΥΡΩΤΟΣ · ΣΤΑΥΡΩΤΟΣ | |
ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ · ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ · ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ ΑΛΕΥΡΩΜΕΝΟΣ · ΕΥΡΩΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ · ΕΥΡΩΜΠΑΣΚΕΤ · ΝΕΥΡΩΜΑ ΜΑΣΤΟΥΡΩΜΑ · ΜΑΣΤΟΥΡΩΜΕΝΟΣ · ΜΟΥΝΤΖΟΥΡΩΜΑ · ΜΟΥΝΤΖΟΥΡΩΜΕΝΟΣ · ΣΟΥΡΩΜΕΝΟΣ ΑΝΑΖΩΠΥΡΩΜΕΝΟΣ · ΕΡΥΘΡΟΠΥΡΩΜΕΝΟΣ · ΛΕΥΚΟΠΥΡΩΜΕΝΟΣ · ΞΕΠΥΡΩΜΑ · ΞΕΠΥΡΩΜΕΝΟΣ ΑΠΟΒΟΥΤΥΡΩΜΕΝΟ · ΒΟΥΤΥΡΩΜΕΝΟΣ ΓΕΦΥΡΩΜΑ · ΜΑΣΤΟΥΡΩΜΑ · ΜΟΥΝΤΖΟΥΡΩΜΑ · ΝΕΥΡΩΜΑ · ΞΕΠΥΡΩΜΑ ΑΛΕΥΡΩΜΕΝΟΣ · ΑΠΟΒΟΥΤΥΡΩΜΕΝΟ · ΒΟΥΤΥΡΩΜΕΝΟΣ · ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ · ΕΡΥΘΡΟΠΥΡΩΜΕΝΟΣ ΕΥΡΩΜΠΑΣΚΕΤ ΓΕΦΥΡΩΜΑ · ΠΡΟΓΕΦΥΡΩΜΑ ΟΧΥΡΩΜΑ · ΟΧΥΡΩΜΕΝΗ · ΟΧΥΡΩΜΕΝΟΣ |