ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΥΝΑΜΩ ... (14 elements)el (14) : ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΝΟΜΑΙ · ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΝΩ · ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΣΗ · ΔΥΝΑΜΩΝΩ · ΔΥΝΑΜΩΤΙΚΟ · ΔΥΝΑΜΩΤΙΚΟΣ · ΕΝΔΥΝΑΜΩΝΟΜΑΙ · ΕΝΔΥΝΑΜΩΝΩ · ΕΝΔΥΝΑΜΩΣΗ · ΕΝΔΥΝΑΜΩΤΗΣ | |
ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΝΟΜΑΙ · ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΝΩ · ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΣΗ · ΔΥΝΑΜΩΝΩ · ΔΥΝΑΜΩΤΙΚΟ · ΔΥΝΑΜΩΤΙΚΟΣ · ΕΝΔΥΝΑΜΩΝΟΜΑΙ · ΕΝΔΥΝΑΜΩΝΩ · ΕΝΔΥΝΑΜΩΣΗ · ΕΝΔΥΝΑΜΩΤΗΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑ · ΑΥΤΟΔΥΝΑΜΙΑ · ΔΥΝΑΜΗ · ΔΥΝΑΜΗΣ · ΔΥΝΑΜΙΚΟ · ΙΠΠΟΔΥΝΑΜΗ · ΙΣΟΔΥΝΑΜΙΑ · ΙΣΟΔΥΝΑΜΙΑΣ · ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΙΑ · ΥΠΕΡΔΥΝΑΜΗ | |
ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΝΟΜΑΙ · ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΝΩ · ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΣΗ · ΔΥΝΑΜΩΝΩ · ΔΥΝΑΜΩΤΙΚΟ ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΜΕΝΟΣ · ΔΥΝΑΜΩΜΑ · ΔΥΝΑΜΩΜΕΝΟ ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΝΟΜΑΙ · ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΝΩ · ΔΥΝΑΜΩΝΩ · ΕΝΔΥΝΑΜΩΝΟΜΑΙ · ΕΝΔΥΝΑΜΩΝΩ ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΣΗ · ΕΝΔΥΝΑΜΩΣΗ ΔΥΝΑΜΩΤΙΚΟ · ΔΥΝΑΜΩΤΙΚΟΣ · ΕΝΔΥΝΑΜΩΤΗΣ |