ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΥΛΩΤΟ ... (7 elements)el (7) : ΑΓΚΥΛΩΤΟΣ · ΒΑΘΟΥΛΩΤΟΣ · ΚΑΜΠΥΛΩΤΟ · ΚΑΜΠΥΛΩΤΟΣ · ΣΠΟΝΔΥΛΩΤΟ · ΣΠΟΝΔΥΛΩΤΟΣ · ΣΦΟΝΔΥΛΩΤΟΣ | |
ΑΣΕΛΩΤΟΣ · ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ · ΔΑΝΤΕΛΩΤΟ · ΛΩΤΟΥ · ΛΩΤΟΦΑΓΟΙ · ΛΩΤΟΦΑΓΟΣ · ΜΕΛΙΛΩΤΟΣ · ΞΕΣΕΛΩΤΟΣ · ΠΙΤΣΙΛΩΤΟΣ · ΤΣΙΓΚΕΛΩΤΟΣ ΑΓΚΥΛΩΤΟΣ · ΒΑΘΟΥΛΩΤΟΣ · ΚΑΜΠΥΛΩΤΟ · ΚΑΜΠΥΛΩΤΟΣ · ΞΕΒΟΥΛΩΤΗΡΙ · ΣΠΟΝΔΥΛΩΤΑ · ΣΠΟΝΔΥΛΩΤΟ · ΣΠΟΝΔΥΛΩΤΟΣ · ΣΦΟΝΔΥΛΩΤΟΣ · ΥΠΟΔΟΥΛΩΤΗΣ | |
ΣΠΟΝΔΥΛΩΤΟ · ΣΠΟΝΔΥΛΩΤΟΣ · ΣΦΟΝΔΥΛΩΤΟΣ ΑΓΚΥΛΩΤΟΣ ΒΑΘΟΥΛΩΤΟΣ ΚΑΜΠΥΛΩΤΟ · ΚΑΜΠΥΛΩΤΟΣ ΑΓΚΥΛΩΤΟΣ · ΒΑΘΟΥΛΩΤΟΣ · ΚΑΜΠΥΛΩΤΟΣ · ΣΠΟΝΔΥΛΩΤΟΣ · ΣΦΟΝΔΥΛΩΤΟΣ |