ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΥΚΤΟ ... (22 elements)el (22) : ΑΕΡΟΨΥΚΤΟΣ · ΑΚΗΡΥΚΤΟΣ · ΝΕΟΤΕΥΚΤΟΣ · ΝΥΚΤΟΣ · ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΚΑΣ · ΟΡΥΚΤΟΣ · ΟΡΥΚΤΟΥ · ΣΤΡΟΥΚΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ · ΥΠΑΝΑΠΤΥΚΤΟΣ · ΥΠΟΑΝΑΠΤΥΚΤΟΣ | |
ΑΝΟΙΚΤΟΥ · ΑΠΟΚΤΟΥΜΕΝΟΣ · ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΟΥΜΕ · ΜΑΚΤΟΥΜ · ΜΟΝΚΤΟΝ · ΟΙΚΤΟΥ · ΟΡΥΚΤΟΥ · ΠΗΚΤΟΥ · ΣΑΚΤΟΥΡΑ · ΣΤΡΟΥΚΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ ΑΝΑΨΥΚΤΗΡΙΟ · ΑΠΟΖΕΥΚΤΗΣ · ΑΠΟΨΥΚΤΗΣ · ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ · ΕΞΟΡΥΚΤΗΣ · ΕΥΚΤΗΜΩΝ · ΚΑΤΑΨΥΚΤΗΣ · ΣΥΖΕΥΚΤΗΡΑΣ · ΨΥΚΤΗΡ · ΨΥΚΤΗΣ | |
ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΟ · ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΟΣ · ΑΝΕΠΙΤΕΥΚΤΟΣ · ΝΕΟΤΕΥΚΤΟΣ · ΠΟΛΥΕΥΚΤΟΣ ΑΛΥΚΤΟΝ ΝΥΚΤΟ · ΝΥΚΤΟΒΙΟ · ΝΥΚΤΟΒΙΟΣ · ΝΥΚΤΟΠΟΥΛΙ · ΝΥΚΤΟΣ ΣΤΡΟΥΚΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ · ΦΡΟΥΚΤΟΖΗ ΑΚΗΡΥΚΤΟΣ · ΟΡΥΚΤΟ · ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΑ · ΟΡΥΚΤΟΣ · ΟΡΥΚΤΟΥ ΥΠΑΝΑΠΤΥΚΤΟΣ · ΥΠΟΑΝΑΠΤΥΚΤΟΣ ΝΥΚΤΟΒΙΟ · ΝΥΚΤΟΒΙΟΣ ΦΡΟΥΚΤΟΖΗ ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΑ ΑΛΥΚΤΟΝ ΝΥΚΤΟΠΟΥΛΙ ΑΕΡΟΨΥΚΤΟΣ · ΑΚΗΡΥΚΤΟΣ · ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΟΣ · ΑΝΕΠΙΤΕΥΚΤΟΣ · ΝΕΟΤΕΥΚΤΟΣ ΟΡΥΚΤΟΥ · ΣΤΡΟΥΚΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΚΑΣ ΑΕΡΟΨΥΚΤΟΣ |