ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese

... ΥΘΕΡΟΠ ... (1 element)

... ΘΕΡΟΠ ... (7 elements)

ΑΠΟΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΟΥΜΑΙ · ΑΠΟΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΩ · ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ · ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ · ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΟΥΜΑΙ · ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΩ · ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΠΟΙΩ

... ΥΘΕΡΟ ... (13 elements)

ΑΝΕΛΕΥΘΕΡΟΣ · ΕΛΕΥΘΕΡΟΚΟΙΝΩΝΙΑ · ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ · ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΕΚΤΩΝ · ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ · ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ · ΕΛΕΥΘΕΡΟΦΡΟΝΑΣ · ΕΛΕΥΘΕΡΟΦΡΟΣΥΝΗ · ΕΛΕΥΘΕΡΟΧΩΡΙ · ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΠΟΙΩ

... ΕΥΘΕΡΟΠ ... (1 element)

ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΠΟΙΩ

... ΥΘΕΡΟΠΟ ... (1 element)

ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΠΟΙΩ