ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΤΥΣΣΟ ... (9 elements)el (9) : ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΑΙ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΕΣ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟΣ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΝΤΑΙ · ΠΕΡΙΠΤΥΣΣΟΜΑΙ · ΠΤΥΣΣΟΜΕΝΗ · ΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟ · ΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟΣ · ΣΥΜΠΤΥΣΣΟΜΑΙ | |
ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΑΙ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟΣ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΩ · ΕΠΑΝΑΝΑΠΤΥΣΣΩ · ΝΤΥΣΣΕΛΝΤΟΡΦ · ΠΕΡΙΠΤΥΣΣΟΜΑΙ · ΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟ · ΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟΣ · ΣΥΜΠΤΥΣΣΟΜΑΙ · ΣΥΜΠΤΥΣΣΩ ΑΒΥΣΣΟΣ · ΑΛΥΣΣΟ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΑΙ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟΣ · ΛΥΣΣΟΜΑΝΩ · ΠΕΡΙΠΤΥΣΣΟΜΑΙ · ΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟ · ΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟΣ · ΣΥΜΠΤΥΣΣΟΜΑΙ · ΦΥΣΣΟΥΝ | |
ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΑΙ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΕΣ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟΣ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΝΤΑΙ · ΠΕΡΙΠΤΥΣΣΟΜΑΙ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΑΙ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΕΣ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟΣ · ΠΕΡΙΠΤΥΣΣΟΜΑΙ · ΠΤΥΣΣΟΜΕΝΗ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΝΤΑΙ |