ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese

... ΡΟΦΟ ... (103 elements)

ΒΑΜΠΙΡΟΦΟΝΙΣΣΑ · ΒΕΛΛΕΡΟΦΟΝΤΗΣ · ΜΟΥΡΟΦΟΥΣΙ · ΟΙΚΟΤΡΟΦΟΥΣ · ΟΠΩΡΟΦΟΡΑ · ΟΠΩΡΟΦΟΡΟ · ΟΠΩΡΟΦΟΡΟΥ · ΟΠΩΡΟΦΟΡΩΝ · ΣΤΡΟΦΟΜΕΤΡΟ · ΧΛΩΡΟΦΟΡΜΙΖΩ

... ΤΡΟΦ ... (169 elements)

ΔΗΜΗΤΡΟΦ · ΕΚΤΡΟΦΕΑΣ · ΕΚΤΡΟΦΕΙΟ · ΕΚΤΡΟΦΗ · ΕΥΤΡΟΦΙΣΜΟΣ · ΗΛΕΚΤΡΟΦΟΡΟ · ΗΛΕΚΤΡΟΦΟΡΟΣ · ΗΛΕΚΤΡΟΦΩΝΟ · ΗΛΕΚΤΡΟΦΩΤΙΣΜΟΣ · ΜΗΤΡΟΦΑΝΗΣ

... ΑΤΡΟΦΟ ... (1 element)

ΒΙΟΑΝΑΤΡΟΦΟΔΟΤΗΣΗ

... ΚΤΡΟΦΟ ... (4 elements)

ΗΛΕΚΤΡΟΦΟΡΗΣΗ · ΗΛΕΚΤΡΟΦΟΡΟ · ΗΛΕΚΤΡΟΦΟΡΟΣ · ΠΛΗΚΤΡΟΦΟΡΟ

... ΝΤΡΟΦΟ ... (3 elements)

ΕΚΚΕΝΤΡΟΦΟΡΟΣ · ΣΥΝΤΡΟΦΟ · ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ

... ΟΤΡΟΦΟ ... (10 elements)

ΑΓΕΛΑΔΟΤΡΟΦΟΣ · ΑΥΤΟΤΡΟΦΟΔΟΤΟΥΜΑΙ · ΑΥΤΟΤΡΟΦΟΣ · ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΣ · ΚΥΤΤΑΡΟΤΡΟΦΟΒΛΑΣΤΗΣ

... ΣΤΡΟΦΟ ... (15 elements)

ΑΝΑΣΤΡΟΦΟΣ · ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟΣ · ΑΠΕΡΙΣΤΡΟΦΟΣ · ΑΠΟΣΤΡΟΦΟΣ · ΑΡΓΟΣΤΡΟΦΟΣ

... ΤΡΟΦΟΒ ... (1 element)

ΚΥΤΤΑΡΟΤΡΟΦΟΒΛΑΣΤΗΣ

... ΤΡΟΦΟΔ ... (10 elements)

ΑΥΤΟΤΡΟΦΟΔΟΤΟΥΜΑΙ · ΒΙΟΑΝΑΤΡΟΦΟΔΟΤΗΣΗ · ΣΤΡΟΦΟΔΙΝΗ · ΤΡΟΦΟΔΟΣΙΑ · ΤΡΟΦΟΔΟΣΙΑΣ

... ΤΡΟΦΟΜ ... (1 element)

ΣΤΡΟΦΟΜΕΤΡΟ

... ΤΡΟΦΟΡ ... (6 elements)

ΕΚΚΕΝΤΡΟΦΟΡΟΣ · ΗΛΕΚΤΡΟΦΟΡΗΣΗ · ΗΛΕΚΤΡΟΦΟΡΟ · ΗΛΕΚΤΡΟΦΟΡΟΣ · ΠΛΗΚΤΡΟΦΟΡΟ

... ΤΡΟΦΟΣ ... (19 elements)

ΑΝΑΣΤΡΟΦΟΣ · ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟΣ · ΑΠΕΡΙΣΤΡΟΦΟΣ · ΑΠΟΣΤΡΟΦΟΣ · ΑΡΓΟΣΤΡΟΦΟΣ

... ΤΡΟΦΟΥ ... (1 element)

ΟΙΚΟΤΡΟΦΟΥΣ