ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΤΑΤΡΕ ... (12 elements)el (12) : ΑΜΕΤΑΤΡΕΠΤΟ · ΑΜΕΤΑΤΡΕΠΤΟΣ · ΑΝΑΜΕΤΑΤΡΕΠΩ · ΚΑΤΑΤΡΕΓΜΟΣ · ΚΑΤΑΤΡΕΧΩ · ΜΕΤΑΤΡΕΠΟΜΑΙ · ΜΕΤΑΤΡΕΠΟΜΕΝΟΣ · ΜΕΤΑΤΡΕΠΩ · ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΟ · ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΟΤΗΤΑ | |
ΑΞΙΟΛΑΤΡΕΥΤΑ · ΑΞΙΟΛΑΤΡΕΥΤΟ · ΑΞΙΟΛΑΤΡΕΥΤΟΣ · ΕΙΔΟΛΟΛΑΤΡΕΙΑ · ΗΡΩΟΛΑΤΡΕΙΑ · ΛΑΤΡΕΙΑ · ΛΑΤΡΕΙΑΣ · ΛΑΤΡΕΥΕΙΣ · ΛΑΤΡΕΥΩ · ΦΥΣΙΟΛΑΤΡΕΙΑ ΑΝΑΜΕΤΑΤΡΕΠΩ · ΚΑΤΑΤΡΙΒΟΜΑΙ · ΚΑΤΑΤΡΙΒΩ · ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΟ · ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΟΤΗΤΑ · ΜΕΤΑΤΡΟΠΕΑΣ · ΜΕΤΑΤΡΟΠΕΣ · ΜΕΤΑΤΡΟΠΕΥΣ · ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ · ΜΕΤΑΤΡΟΠΗΣ | |
ΚΑΤΑΤΡΕΓΜΟΣ · ΚΑΤΑΤΡΕΧΩ ΑΜΕΤΑΤΡΕΠΤΟ · ΑΜΕΤΑΤΡΕΠΤΟΣ · ΑΝΑΜΕΤΑΤΡΕΠΩ · ΜΕΤΑΤΡΕΠΟΜΑΙ · ΜΕΤΑΤΡΕΠΟΜΕΝΟΣ ΚΑΤΑΤΡΕΓΜΟΣ ΑΜΕΤΑΤΡΕΠΤΟ · ΑΜΕΤΑΤΡΕΠΤΟΣ · ΑΝΑΜΕΤΑΤΡΕΠΩ · ΜΕΤΑΤΡΕΠΟΜΑΙ · ΜΕΤΑΤΡΕΠΟΜΕΝΟΣ ΚΑΤΑΤΡΕΧΩ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΟ · ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΟΤΗΤΑ |