ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΤΑΚΤ ... (69 elements)el (69) : ΑΚΑΤΑΚΤΗΤΟΣ · ΑΝΑΚΑΤΑΚΤΩ · ΑΤΑΚΤΟ · ΑΤΑΚΤΩ · ΑΤΑΚΤΩΣ · ΓΥΝΑΙΚΟΚΑΤΑΚΤΗΤΗΣ · ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ · ΚΑΤΑΚΤΗΤΗΣ · ΚΑΤΑΚΤΩ · ΤΑΚΤ | |
ΒΑΚΤΗΡΙΑ · ΒΑΚΤΗΡΙΑΚΟΣ · ΒΑΚΤΗΡΙΔΙΑ · ΒΑΚΤΗΡΙΔΙΟ · ΒΑΚΤΗΡΙΟ · ΒΑΚΤΗΡΙΟΚΤΟΝΟ · ΒΑΚΤΗΡΙΩΝ · ΕΝΤΕΡΟΒΑΚΤΗΡΙΑ · ΕΥΒΑΚΤΗΡΙΑ · ΕΥΒΑΚΤΗΡΙΩΝ ΙΩΤΑΚΙΣΜΟΣ · ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ · ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗΣ · ΠΙΤΑΚΙ · ΠΡΩΤΑΚΟΥΣΤΟΣ · ΠΡΩΤΑΚΤΙΝΙΟ · ΣΠΙΤΑΚΙ · ΤΑΚ · ΦΩΤΑΚΑΔΟ · ΩΤΑΚΟΥΣΤΗΣ | |
ΑΚΑΤΑΚΤΗΤΟΣ · ΑΝΑΚΑΤΑΚΤΩ · ΑΤΑΚΤΟ · ΑΤΑΚΤΟΣ · ΑΤΑΚΤΩ ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΟΣ · ΕΠΙΤΑΚΤΟ ΕΚΤΑΚΤΗ · ΕΚΤΑΚΤΟ · ΕΚΤΑΚΤΟΕΞΟΔΟ · ΕΚΤΑΚΤΟΣ · ΕΚΤΑΚΤΟΥ ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ · ΣΥΝΤΑΚΤΗ · ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ · ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ · ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΕΣ · ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΟΣ · ΛΙΠΟΤΑΚΤΗΣ · ΛΙΠΟΤΑΚΤΩ · ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΑΠΟΣΤΑΚΤΗΡΑΣ · ΑΠΟΣΤΑΚΤΗΡΙΟ · ΔΙΣΤΑΚΤΙΚΑ · ΔΙΣΤΑΚΤΙΚΟΣ · ΔΙΣΤΑΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΔΙΣΤΑΚΤΑ · ΑΤΑΚΤΑ · ΤΑΚΤΑ ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΕΣ · ΣΤΑΚΤΕΡΟΣ ΑΚΑΤΑΚΤΗΤΟΣ · ΑΠΟΣΤΑΚΤΗΡΑΣ · ΑΠΟΣΤΑΚΤΗΡΙΟ · ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ · ΓΥΝΑΙΚΟΚΑΤΑΚΤΗΤΗΣ ΔΙΣΤΑΚΤΙΚΑ · ΔΙΣΤΑΚΤΙΚΟΣ · ΔΙΣΤΑΚΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ · ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΟΣ ΑΤΑΚΤΟΠΟΙΗΤΟΣ · ΕΚΤΑΚΤΟ · ΕΚΤΑΚΤΟΕΞΟΔΟ · ΕΚΤΑΚΤΟΣ · ΕΚΤΑΚΤΟΥ ΑΔΙΣΤΑΚΤΩΣ · ΑΝΑΚΑΤΑΚΤΩ · ΑΤΑΚΤΩ · ΑΤΑΚΤΩΣ · ΕΚΤΑΚΤΩΝ ΠΡΩΤΑΚΤΙΝΙΟ |