ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΣΤΡΕΦΩ ... (13 elements)el (13) : ΑΝΑΣΤΡΕΦΩ · ΑΠΟΣΤΡΕΦΩ · ΔΙΑΣΤΡΕΦΩ · ΕΠΙΣΤΡΕΦΩΝ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΩ · ΜΕΤΑΣΤΡΕΦΩ · ΠΕΡΙΣΤΡΕΦΩ · ΣΤΡΕΦΩ · ΣΤΡΕΦΩΝ · ΣΥΣΤΡΕΦΩΝ | |
ΕΞΩΣΤΡΕΦΕΙΑ · ΕΞΩΣΤΡΕΦΗΣ · ΕΣΩΣΤΡΕΦΗΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΤΑΙ · ΠΕΡΙΣΤΡΕΦΕΤΑΙ · ΣΥΣΤΡΕΦΕΙ · ΣΥΣΤΡΕΦΟΜΑΙ · ΣΥΣΤΡΕΦΟΜΕΝΟΣ · ΣΥΣΤΡΕΦΩ · ΣΥΣΤΡΕΦΩΝ ΑΝΑΤΡΕΦΩ · ΔΙΑΤΡΕΦΩ · ΕΚΤΡΕΦΩ · ΕΚΤΡΕΦΩΝ · ΕΠΙΣΤΡΕΦΩΝ · ΚΑΚΟΑΝΑΤΡΕΦΩ · ΣΤΡΕΦΩ · ΣΤΡΕΦΩΝ · ΣΥΣΤΡΕΦΩΝ · ΤΡΕΦΩ | |
ΑΝΑΣΤΡΕΦΩ · ΔΙΑΣΤΡΕΦΩ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΩ · ΜΕΤΑΣΤΡΕΦΩ ΑΝΤΙΣΤΡΕΦΩ · ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ · ΕΠΙΣΤΡΕΦΩΝ · ΠΕΡΙΣΤΡΕΦΩ ΑΠΟΣΤΡΕΦΩ ΕΠΙΣΤΡΕΦΩΝ · ΣΤΡΕΦΩΝ · ΣΥΣΤΡΕΦΩΝ ΣΥΣΤΡΕΦΩ · ΣΥΣΤΡΕΦΩΝ |