ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΣΤΕΥΜ ... (7 elements)el (7) : ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΜΕΝΑ · ΑΧΡΗΣΤΕΥΜΕΝΟΣ · ΔΙΑΠΙΣΤΕΥΜΑ · ΔΙΑΠΙΣΤΕΥΜΕΝΟΣ · ΚΑΤΑΠΙΣΤΕΥΜΑ · ΚΑΤΑΠΙΣΤΕΥΜΑΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΠΙΣΤΕΥΜΑΤΟΔΟΧΟΣ | |
ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΜΕΝΑ · ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΣΗ · ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΤΙΚΟΣ · ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΩ · ΑΧΡΗΣΤΕΥΟΜΑΙ · ΕΜΠΙΣΤΕΥΟΜΑΙ · ΕΜΠΙΣΤΕΥΟΜΕΝΟΣ · ΚΑΤΑΔΥΝΑΣΤΕΥΟΜΕΝΟΣ · ΥΠΕΡΑΠΛΟΥΣΤΕΥΣΗ · ΥΠΕΡΑΠΛΟΥΣΤΕΥΩ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΜΕΝΟΣ · ΑΧΡΗΣΤΕΥΜΕΝΟΣ · ΓΟΗΤΕΥΜΕΝΟΣ · ΔΙΑΠΙΣΤΕΥΜΕΝΟΣ · ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΙ · ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ · ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ · ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΜΕΝΟΣ · ΣΤΡΑΤΕΥΜΕΝΟΣ · ΦΥΤΕΥΜΕΝΟ | |
ΑΧΡΗΣΤΕΥΜΕΝΟΣ ΔΙΑΠΙΣΤΕΥΜΑ · ΔΙΑΠΙΣΤΕΥΜΕΝΟΣ · ΚΑΤΑΠΙΣΤΕΥΜΑ · ΚΑΤΑΠΙΣΤΕΥΜΑΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΠΙΣΤΕΥΜΑΤΟΔΟΧΟΣ ΔΙΑΠΙΣΤΕΥΜΑ · ΚΑΤΑΠΙΣΤΕΥΜΑ · ΚΑΤΑΠΙΣΤΕΥΜΑΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΠΙΣΤΕΥΜΑΤΟΔΟΧΟΣ ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΜΕΝΑ · ΑΧΡΗΣΤΕΥΜΕΝΟΣ · ΔΙΑΠΙΣΤΕΥΜΕΝΟΣ ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΜΕΝΑ |