ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΣΤΑΚΤΟ ... (5 elements)el (5) : ΑΒΑΣΤΑΚΤΟΣ · ΑΔΙΣΤΑΚΤΟΙ · ΑΔΙΣΤΑΚΤΟΣ · ΔΥΣΒΑΣΤΑΚΤΟΣ · ΣΤΑΚΤΟΔΟΧΕΙΟ | |
ΑΠΟΣΤΑΚΤΗΡΑΣ · ΑΠΟΣΤΑΚΤΗΡΙΟ · ΔΙΣΤΑΚΤΙΚΑ · ΔΙΣΤΑΚΤΙΚΟΣ · ΔΙΣΤΑΚΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΔΥΣΒΑΣΤΑΚΤΟΣ · ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ · ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΟΣ · ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΩΣ · ΣΤΑΚΤΕΡΟΣ ΑΤΑΚΤΟΠΟΙΗΤΟΣ · ΕΚΤΑΚΤΟ · ΕΚΤΑΚΤΟΕΞΟΔΟ · ΕΚΤΑΚΤΟΣ · ΕΚΤΑΚΤΟΥ · ΞΑΝΑΤΑΚΤΟΠΟΙΩ · ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΜΕΝΑ · ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ · ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΣΗ · ΤΑΚΤΟΠΟΙΩ | |
ΑΒΑΣΤΑΚΤΟΣ · ΔΥΣΒΑΣΤΑΚΤΟΣ ΑΔΙΣΤΑΚΤΟΙ · ΑΔΙΣΤΑΚΤΟΣ ΣΤΑΚΤΟΔΟΧΕΙΟ ΑΔΙΣΤΑΚΤΟΙ ΑΒΑΣΤΑΚΤΟΣ · ΑΔΙΣΤΑΚΤΟΣ · ΔΥΣΒΑΣΤΑΚΤΟΣ |