ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΣΤΑΘΜ ... (40 elements)el (40) : ΑΣΤΑΘΜΗΤΟΣ · ΝΑΥΣΤΑΘΜΟΣ · ΡΑΔΙΟΣΤΑΘΜΟΣ · ΣΤΑΘΜΑ · ΣΤΑΘΜΟ · ΣΤΑΘΜΟΙ · ΣΤΑΘΜΟΣ · ΣΤΑΘΜΟΥ · ΥΠΟΣΤΑΘΜΟΣ · ΥΠΟΣΤΑΘΜΟΥ | |
ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΜΑ · ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΤΗΣ · ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΤΙΚΟ · ΕΠΑΝΑΣΥΣΤΑΘΕΙΣΑ · ΕΥΣΤΑΘΕΙΑ · ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ · ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ · ΝΑΥΣΤΑΘΜΟΣ · ΣΤΑΘΑΣ · ΣΤΑΘΑΤΟΥ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΤΗΣ · ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΤΙΚΗ · ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΤΙΚΟ · ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΤΙΚΟΣ · ΖΥΓΟΣΤΑΘΜΙΣΗ · ΙΣΟΣΤΑΘΜΙΣΗ · ΙΣΟΣΤΑΘΜΙΣΤΙΚΟΣ · ΣΤΑΘΜΙΣΗ · ΣΤΑΘΜΩΝ · ΥΠΟΣΤΑΘΜΙΚΟΣ | |
ΑΣΤΑΘΜΗΤΟΣ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΖΩ · ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΗ · ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΜΑ · ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΤΗΣ · ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΤΙΚΗ ΖΥΓΟΣΤΑΘΜΙΣΜΕΝΟΣ · ΙΣΟΣΤΑΘΜΙΖΩ · ΙΣΟΣΤΑΘΜΙΣΗ · ΙΣΟΣΤΑΘΜΙΣΜΕΝΟΣ · ΙΣΟΣΤΑΘΜΙΣΤΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΑ · ΣΤΑΘΜΑΡΧΕΙΟ · ΣΤΑΘΜΑΡΧΗΣ ΣΤΑΘΜΕΥΜΕΝΟΣ · ΣΤΑΘΜΕΥΟΥΣΕΣ · ΣΤΑΘΜΕΥΣΗ · ΣΤΑΘΜΕΥΣΗΣ · ΣΤΑΘΜΕΥΩ ΑΕΡΟΣΤΑΘΜΗ · ΑΣΤΑΘΜΗΤΟΣ · ΣΤΑΘΜΗ · ΣΤΑΘΜΗΣ · ΣΤΑΘΜΗΤΟΣ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΖΩ · ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΗ · ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΜΑ · ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΤΗΣ · ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΤΙΚΗ ΝΑΥΣΤΑΘΜΟΣ · ΡΑΔΙΟΣΤΑΘΜΟΣ · ΣΤΑΘΜΟ · ΣΤΑΘΜΟΙ · ΣΤΑΘΜΟΣ ΣΤΑΘΜΩΝ ΝΑΥΣΤΑΘΜΟΣ |