ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΣΠΙΤΟ ... (11 elements)el (11) : ΑΓΡΟΤΟΣΠΙΤΟ · ΔΕΝΔΡΟΣΠΙΤΟ · ΚΟΥΚΛΟΣΠΙΤΟ · ΠΑΛΙΟΣΠΙΤΟ · ΠΑΡΑΣΠΙΤΟ · ΣΚΥΛΟΣΠΙΤΟ · ΣΠΙΤΟΓΑΤΟΣ · ΣΠΙΤΟΝΟΙΚΟΚΥΡΑ · ΤΡΟΧΟΣΠΙΤΟ · ΧΩΡΙΑΤΟΣΠΙΤΟ | |
ΕΠΙΤΟΚΙΟ · ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ · ΕΠΙΤΟΚΟΣ · ΕΠΙΤΟΛΗ · ΕΠΙΤΟΜΗ · ΕΠΙΤΟΝΙΣΗ · ΕΠΙΤΟΠΙΑ · ΕΠΙΤΟΠΙΟΣ · ΠΙΤΟΥΡΑ · ΠΙΤΟΥΡΟ ΑΡΧΟΝΤΟΣΠΙΤΩΝ · ΞΕΣΠΙΤΩΝΩ · ΠΑΡΑΣΠΙΤΟ · ΣΠΙΤΙ · ΣΠΙΤΙΑ · ΣΠΙΤΙΚΟ · ΣΠΙΤΙΚΟΣ · ΣΠΙΤΙΟΥ · ΣΠΙΤΙΣΙΟΣ · ΣΠΙΤΙΩΝ | |
ΠΑΡΑΣΠΙΤΟ ΑΓΡΟΤΟΣΠΙΤΟ · ΔΕΝΔΡΟΣΠΙΤΟ · ΚΟΥΚΛΟΣΠΙΤΟ · ΠΑΛΙΟΣΠΙΤΟ · ΣΚΥΛΟΣΠΙΤΟ ΣΠΙΤΟΓΑΤΟΣ ΣΠΙΤΟΝΟΙΚΟΚΥΡΑ · ΣΠΙΤΟΝΟΙΚΟΚΥΡΗΣ |