ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΣΟΡΡΟΠ ... (10 elements)el (10) : ΑΝΙΣΟΡΡΟΠΙΑ · ΑΝΙΣΟΡΡΟΠΟΣ · ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΗΣΗ · ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΙΣΤΙΚΟΣ · ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΩ · ΙΣΟΡΡΟΠΗΜΕΝΟΣ · ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ · ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ · ΙΣΟΡΡΟΠΙΣΤΗΣ · ΙΣΟΡΡΟΠΩ | |
ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΗΣΗ · ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΙΣΤΙΚΟΣ · ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΩ · ΕΤΟΙΜΟΡΡΟΠΟ · ΕΤΟΙΜΟΡΡΟΠΟΣ · ΙΣΟΡΡΟΠΗΜΕΝΟΣ · ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ · ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ · ΙΣΟΡΡΟΠΙΣΤΗΣ · ΙΣΟΡΡΟΠΩ ΑΝΙΣΟΡΡΟΠΙΑ · ΑΝΙΣΟΡΡΟΠΟΣ · ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΗΣΗ · ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΙΣΤΙΚΟΣ · ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΩ · ΙΣΟΡΡΟΠΗΜΕΝΟΣ · ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ · ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ · ΙΣΟΡΡΟΠΙΣΤΗΣ · ΙΣΟΡΡΟΠΩ | |
ΑΝΙΣΟΡΡΟΠΙΑ · ΑΝΙΣΟΡΡΟΠΟΣ · ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΗΣΗ · ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΙΣΤΙΚΟΣ · ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΩ ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΗΣΗ · ΙΣΟΡΡΟΠΗΜΕΝΟΣ ΑΝΙΣΟΡΡΟΠΙΑ · ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΙΣΤΙΚΟΣ · ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ · ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ · ΙΣΟΡΡΟΠΙΣΤΗΣ ΑΝΙΣΟΡΡΟΠΟΣ ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΩ · ΙΣΟΡΡΟΠΩ |