ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΣΚΟΠΟΣ ... (11 elements)el (11) : ΑΡΧΙΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ · ΑΣΚΟΠΟΣ · ΔΗΜΟΣΚΟΠΟΣ · ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ · ΚΑΙΡΟΣΚΟΠΟΣ · ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ · ΟΙΩΝΟΣΚΟΠΟΣ · ΠΡΟΣΚΟΠΟΣ · ΡΑΒΔΟΣΚΟΠΟΣ · ΣΚΟΠΟΣ | |
ΑΔΙΑΚΟΠΟΣ · ΑΚΟΠΟΣ · ΒΟΛΟΚΟΠΟΣ · ΓΛΕΝΤΟΚΟΠΟΣ · ΚΑΤΑΚΟΠΟΣ · ΚΟΠΟΣ · ΛΟΓΟΚΟΠΟΣ · ΝΕΟΚΟΠΟΣ · ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ · ΦΑΝΤΑΣΙΟΚΟΠΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΙ · ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ · ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ · ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ · ΔΗΜΟΣΚΟΠΟΣ · ΔΙΣΚΟΠΟΤΗΡΟ · ΕΝΔΟΣΚΟΠΟΥΜΑΙ · ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ · ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ · ΣΚΟΠΟ | |
ΑΡΧΙΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ · ΑΣΚΟΠΟΣ · ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ · ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΔΗΜΟΣΚΟΠΟΣ · ΚΑΙΡΟΣΚΟΠΟΣ · ΟΙΩΝΟΣΚΟΠΟΣ · ΠΡΟΣΚΟΠΟΣ · ΡΑΒΔΟΣΚΟΠΟΣ |