ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΣΑΡΟ ... (22 elements)el (22) : ΓΕΝΙΤΣΑΡΟΙ · ΚΑΤΣΑΡΟΛΑ · ΚΑΤΣΑΡΟΛΑΣ · ΚΑΤΣΑΡΟΛΕΣ · ΚΑΤΣΑΡΟΛΙ · ΚΑΤΣΑΡΟΛΙΚΑ · ΚΟΥΡΣΑΡΟΣ · ΜΥΣΑΡΟΤΗΤΑ · ΟΥΣΑΡΟΣ · ΣΑΡΟΓΚ | |
ΒΛΕΦΑΡΟΥ · ΖΥΜΑΡΟΖΑΧΑΡΩΤΑ · ΜΑΡΜΑΡΟΕΙΔΗΣ · ΜΑΡΟΖΙΑ · ΜΠΑΡΟΖΟ · ΣΑΚΧΑΡΟΖΗ · ΦΑΝΦΑΡΟΝΙΚΟΣ · ΦΑΝΦΑΡΟΝΟΣ · ΦΑΡΟ · ΦΑΡΟΠΛΟΙΟ ΚΑΤΣΑΡΩΜΑ · ΚΑΤΣΑΡΩΝΩ · ΟΡΤΣΑΡΩ · ΣΠΑΤΣΑΡΩ · ΣΤΡΑΠΑΤΣΑΡΩ · ΣΦΙΧΤΟΚΑΤΣΑΡΩΝΩ · ΤΣΑΡΤΣΑΡΗΣ · ΦΑΛΤΣΑΡΩ · ΦΟΡΤΣΑΡΙΣΜΑ · ΦΟΡΤΣΑΡΩ | |
ΚΟΥΡΣΑΡΟΣ ΓΕΝΙΤΣΑΡΟΙ ΚΑΤΣΑΡΟΛΑ · ΚΑΤΣΑΡΟΛΑΣ · ΚΑΤΣΑΡΟΛΕΣ · ΚΑΤΣΑΡΟΛΙ · ΚΑΤΣΑΡΟΛΙΚΑ ΓΕΝΙΤΣΑΡΟΣ · ΚΑΤΣΑΡΟΣ · ΚΟΥΡΣΑΡΟΣ · ΟΥΣΑΡΟΣ · ΟΥΣΣΑΡΟΣ ΜΥΣΑΡΟΤΗΤΑ ΤΣΑΡΟΥ · ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ · ΤΣΑΡΟΥΧΙ ΟΥΣΣΑΡΟΣ ΚΑΤΣΑΡΟ · ΚΑΤΣΑΡΟΛΑ · ΚΑΤΣΑΡΟΛΑΣ · ΚΑΤΣΑΡΟΛΕΣ · ΚΑΤΣΑΡΟΛΙ ΜΥΣΑΡΟΤΗΤΑ · ΟΥΣΑΡΟΣ |