ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΡΕΚ ... (55 elements)el (55) : ΓΑΛΑΚΤΟΜΠΟΥΡΕΚΟ · ΓΚΡΕΚΟ · ΝΤΙΡΕΚΤΙΒΑ · ΟΡΕΚΤΙΚΑ · ΟΡΕΚΤΙΚΟ · ΟΡΕΚΤΙΚΟΣ · ΠΑΡΕΚΤΟΣ · ΠΑΡΕΚΤΡΟΠΗ · ΡΕΚΟΡ · ΡΕΚΡΕΑΚΤΙΒΟ | |
ΑΤΕΚΜΗΡΙΩΤΟΣ · ΕΚ · ΕΝΤΕΚΑΔΑ · ΕΝΤΕΚΑΧΡΟΝΟΣ · ΕΞΩΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ · ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΕΣ · ΜΙΚΤΕΚΑΚΙΧΟΥΑΤΛ · ΝΤΕΚΑΡΤ · ΣΤΕΚΑ · ΣΤΕΚΑΣ ΑΞΙΟΛΑΤΡΕΥΤΟ · ΑΞΙΟΛΑΤΡΕΥΤΟΣ · ΕΙΔΟΛΟΛΑΤΡΕΙΑ · ΗΡΩΟΛΑΤΡΕΙΑ · ΛΑΤΡΕΙΑ · ΛΑΤΡΕΙΑΣ · ΛΩΤΡΕΑΜΟΝ · ΛΩΤΡΕΚ · ΡΕ · ΦΥΣΙΟΛΑΤΡΕΙΑ | |
ΑΡΕΚΑ · ΚΑΡΕΚΛΑ · ΠΑΡΕΚΒΑΙΝΩ · ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ · ΠΑΡΕΚΒΑΤΙΚΟΣ ΒΡΕΚΕΚΕΚΕΞ · ΔΑΚΡΥΒΡΕΚΤΟΣ ΖΕΜΠΕΡΕΚΙ · ΝΤΕΡΕΚ · ΝΤΕΡΕΚΙ · ΥΠΕΡΕΚΘΕΙΑΖΩ · ΥΠΕΡΕΚΘΕΤΩ ΜΙΡΕΚ · ΝΤΙΡΕΚΤΙΒΑ · ΧΑΙΡΕΚΑΚΙΑ ΓΚΡΕΚΟ ΟΡΕΚΤΙΚΑ · ΟΡΕΚΤΙΚΟ · ΟΡΕΚΤΙΚΟΣ ΑΡΕΚΑ · ΧΑΙΡΕΚΑΚΙΑ ΠΑΡΕΚΒΑΙΝΩ · ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ · ΠΑΡΕΚΒΑΤΙΚΟΣ · ΠΑΡΕΚΒΑΤΙΝΟΣ · ΡΕΚΒΙΕΜ ΒΡΕΚΕΚΕΚΕΞ ΥΠΕΡΕΚΘΕΙΑΖΩ · ΥΠΕΡΕΚΘΕΤΩ ΖΕΜΠΕΡΕΚΙ · ΜΠΟΥΡΕΚΙ · ΝΤΕΡΕΚΙ · ΠΡΕΚΙ · ΡΕΚΙΤΣΑΣ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙ · ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟ · ΠΑΡΕΚΚΛΙΝΕΙ · ΠΑΡΕΚΚΛΙΝΟΝ · ΠΑΡΕΚΚΛΙΝΩ ΚΑΡΕΚΛΑ · ΚΑΡΕΚΛΑΚΙ · ΚΑΡΕΚΛΑΣ · ΚΑΡΕΚΛΟΠΟΔΑΡΑ · ΡΕΚΛΑΜΑ ΥΠΕΡΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΓΑΛΑΚΤΟΜΠΟΥΡΕΚΟ · ΓΚΡΕΚΟ · ΡΕΚΟΡ ΡΕΚΡΕΑΚΤΙΒΟ ΔΑΚΡΥΒΡΕΚΤΟΣ · ΝΤΙΡΕΚΤΙΒΑ · ΟΡΕΚΤΙΚΑ · ΟΡΕΚΤΙΚΟ · ΟΡΕΚΤΙΚΟΣ ΦΕΡΕΚΥΔΗΣ ΜΑΣΡΕΚ · ΣΡΕΚ ΛΩΤΡΕΚ · ΤΡΕΚ · ΤΡΕΚΛΙΖΩ ΓΑΛΑΚΤΟΜΠΟΥΡΕΚΟ · ΜΠΟΥΡΕΚΙ |