ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΡΑΣΜΑ ... (14 elements)el (14) : ΑΠΟΒΡΑΣΜΑ · ΑΠΟΒΡΑΣΜΑΤΑ · ΓΛΙΣΧΡΑΣΜΑ · ΕΚΒΡΑΣΜΑ · ΕΚΒΡΑΣΜΑΤΑ · ΜΟΙΡΑΣΜΑ · ΠΕΡΑΣΜΑΤΑ · ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ · ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ · ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΟΣ | |
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΑ · ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΟΣ · ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΑΣΜΑ · ΚΛΙΝΟΣΚΕΠΑΣΜΑ · ΚΛΙΝΟΣΚΕΠΑΣΜΑΤΑ · ΛΙΠΑΣΜΑ · ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ · ΜΠΑΣΜΑΣ · ΣΚΕΠΑΣΜΑ ΓΛΙΣΧΡΑΣΜΑ · ΕΡΑΣΜΕΙΟΣ · ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΑ · ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟ · ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΣ · ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΩΣ · ΠΑΡΑΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΣ · ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΟ · ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΟΣ · ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΩΝ | |
ΑΠΟΒΡΑΣΜΑ · ΑΠΟΒΡΑΣΜΑΤΑ · ΕΚΒΡΑΣΜΑ · ΕΚΒΡΑΣΜΑΤΑ ΚΕΡΑΣΜΑ · ΠΕΡΑΣΜΑ · ΠΕΡΑΣΜΑΤΑ · ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ · ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΜΟΙΡΑΣΜΑ ΑΠΟΒΡΑΣΜΑΤΑ · ΕΚΒΡΑΣΜΑΤΑ · ΠΕΡΑΣΜΑΤΑ · ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ · ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ ΓΛΙΣΧΡΑΣΜΑ |