ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΠΤΥΣ ... (19 elements)el (19) : ΑΝΑΠΤΥΣΣΕΤΑΙ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΑΙ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΕΣ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟΣ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΝΤΑΙ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΩ · ΑΝΑΠΤΥΣΩ · ΕΠΑΝΑΝΑΠΤΥΣΣΩ · ΣΥΜΠΤΥΣΣΟΜΑΙ · ΣΥΜΠΤΥΣΣΩ | |
ΑΙΜΟΠΤΥΣΗ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΕΤΑΙ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΑΙ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΕΣ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟΣ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΝΤΑΙ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΩ · ΑΝΑΠΤΥΣΩ · ΕΠΑΝΑΝΑΠΤΥΣΣΩ · ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΑΙΜΟΠΤΥΣΗ · ΕΞΑΡΤΥΣΗ · ΕΞΑΡΤΥΣΗΣ · ΕΦΤΥΣΕ · ΜΑΡΤΥΣ · ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ · ΝΤΥΣΕΛΝΤΟΡΦ · ΝΤΥΣΙΜΟ · ΠΤΥΣΙΜΟ · ΦΤΥΣΙΜΟ | |
ΑΝΑΠΤΥΣΣΕΤΑΙ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΑΙ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΕΣ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟΣ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΝΤΑΙ ΕΚΛΕΠΤΥΣΜΕΝΑ · ΕΚΛΕΠΤΥΣΜΕΝΗ · ΕΚΛΕΠΤΥΣΜΕΝΟΣ ΠΕΡΙΠΤΥΣΣΟΜΑΙ ΣΥΜΠΤΥΣΣΟΜΑΙ · ΣΥΜΠΤΥΣΣΩ ΑΙΜΟΠΤΥΣΗ ΑΙΜΟΠΤΥΣΗ ΠΤΥΣΙΜΟ ΕΚΛΕΠΤΥΣΜΕΝΑ · ΕΚΛΕΠΤΥΣΜΕΝΗ · ΕΚΛΕΠΤΥΣΜΕΝΟΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΕΤΑΙ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΑΙ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΕΣ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟΣ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΝΤΑΙ ΑΝΑΠΤΥΣΩ |