ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΠΟΤΟ ... (26 elements)el (26) : ΑΠΟΤΟΜΑ · ΑΠΟΤΟΜΗ · ΑΠΟΤΟΜΟ · ΑΠΟΤΟΜΟΣ · ΑΠΟΤΟΞΙΝΩΜΕΝΟΣ · ΑΠΟΤΟΞΙΝΩΝΟΜΑΙ · ΑΠΟΤΟΞΙΝΩΝΩ · ΑΠΟΤΟΞΙΝΩΣΗ · ΠΟΤΟ · ΠΟΤΟΥ | |
ΓΙΟΤΟΥΝ · ΓΙΟΤΟΥΝΧΕΙΜ · ΚΟΛΟΤΟΥΜΠΕΣ · ΛΟΤΟΥΚΟ · ΟΤΟ · ΠΙΛΟΤΟΥ · ΠΟΤΟΥ · ΡΩΣΟΤΟΥΡΚΙΚΟΣ · ΣΚΟΤΟΥΣΣΑ · ΩΣΟΤΟΥ ΑΝΥΠΟΤΑΓΗ · ΚΑΜΠΟΤΑΖ · ΝΕΠΟΤΙΣΜΟΣ · ΟΥΔΕΠΟΤΕ · ΠΟΤ · ΠΟΤΑ · ΣΑΜΠΟΤΑΖ · ΥΠΟΤΑΓΗ · ΥΠΟΤΑΓΜΕΝΟΣ · ΥΠΟΤΑΣΣΩ | |
ΑΠΟΤΟΛΜΩ · ΑΠΟΤΟΜΑ · ΑΠΟΤΟΜΗ · ΑΠΟΤΟΜΟ · ΑΠΟΤΟΜΟΣ ΚΑΜΠΟΤΟ ΦΡΟΥΤΟΠΟΤΟ ΠΟΤΟΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΑΠΟΤΟΛΜΩ ΑΠΟΤΟΜΑ · ΑΠΟΤΟΜΗ · ΑΠΟΤΟΜΟ · ΑΠΟΤΟΜΟΣ ΥΠΟΤΟΝΙΚΟΣ ΑΠΟΤΟΞΙΝΩΜΕΝΟΣ · ΑΠΟΤΟΞΙΝΩΝΟΜΑΙ · ΑΠΟΤΟΞΙΝΩΝΩ · ΑΠΟΤΟΞΙΝΩΣΗ ΛΑΣΠΟΤΟΠΙ · ΛΑΣΠΟΤΟΠΟΣ · ΠΟΤΟΠΟΙΕΙΟ · ΠΟΤΟΠΟΙΙΑ · ΠΟΤΟΠΟΙΟΣ ΑΔΕΣΠΟΤΟΣ ΑΔΕΣΠΟΤΟ · ΑΔΕΣΠΟΤΟΣ · ΛΑΣΠΟΤΟΠΙ · ΛΑΣΠΟΤΟΠΟΣ ΗΔΥΠΟΤΟ · ΥΠΟΤΟΝΙΚΟΣ |