ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΠΟΝΟΜ ... (10 elements)el (10) : ΑΠΟΝΟΜΗ · ΕΠΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ · ΕΠΟΝΟΜΑΖΩ · ΠΟΝΟΜΑΡΙΟΦ · ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΗ · ΥΠΟΝΟΜΕΥΤΙΚΟΣ · ΥΠΟΝΟΜΕΥΩ · ΥΠΟΝΟΜΟΣ · ΥΠΟΝΟΜΟΥ · ΥΠΟΝΟΜΩΝ | |
ΑΡΧΙΟΙΚΟΝΟΜΟΣ · ΑΣΤΡΟΝΟΜΟΣ · ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΟΝΟΜΟΣ · ΜΟΝΟΜΟΡΦΟΣ · ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ · ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΣ · ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΥ · ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ · ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ · ΠΑΠΑΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΚΑΛΠΟΝΟΘΕΥΣΗ · ΚΕΦΑΛΟΠΟΝΟΣ · ΚΟΙΛΟΠΟΝΟΣ · ΠΟΝΟ · ΠΡΟΠΟΝΟΥΜΑΙ · ΠΡΟΠΟΝΟΥΜΕΝΟΣ · ΡΕΥΜΑΤΟΠΟΝΟΙ · ΣΤΟΜΑΧΟΠΟΝΟΣ · ΦΙΛΟΠΟΝΟΣ · ΦΥΓΟΠΟΝΟΣ | |
ΑΠΟΝΟΜΗ ΕΠΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ · ΕΠΟΝΟΜΑΖΩ ΕΠΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ · ΕΠΟΝΟΜΑΖΩ · ΠΟΝΟΜΑΡΙΟΦ ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΗ · ΥΠΟΝΟΜΕΥΤΙΚΟΣ · ΥΠΟΝΟΜΕΥΩ ΑΠΟΝΟΜΗ ΥΠΟΝΟΜΟΣ · ΥΠΟΝΟΜΟΥ ΥΠΟΝΟΜΩΝ ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΗ · ΥΠΟΝΟΜΕΥΤΙΚΟΣ · ΥΠΟΝΟΜΕΥΩ · ΥΠΟΝΟΜΟΣ · ΥΠΟΝΟΜΟΥ |